ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

«Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει» - Α΄ ΜΕΡΟΣ


ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ
«Ὅπου καί νά ταξιδέψω, ἡ Ἑλλάδα μέ πληγώνει»
Ἀναφορά στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί Ἑλληνικότητα τοῦ νομπελίστα ποιητῆ Γιώργου Σεφέρη
Α΄ ΜΕΡΟΣ 
Εἶναι γνωστή παγκοσμίως καί πανελληνίως ἡ λογοτεχνική καί κυρίως ἡ ποιητική προσφορά τοῦ νομπελίστα Ἑλληνορθοδόξου ποιητῆ μας Γιώργου Σεφέρη. Ἔχουν γραφεῖ πολλές κριτικές, ἀξιολογήσεις, ἀναφορές, μονογραφίες καί ἀφιερώσεις στό ἔργο του, πού ἐμεῖς ἁπλῶς θά «ἐκομίζαμεν γλαῦκας εἰς Ἀθήνας», ἄν γράφαμε κάτι τετριμμένο καί χιλιοειπωμένο γι’αὐτόν τόν μεγάλο Ἑλληνορθόδοξο διανοούμενο, ποιητή καί λογοτέχνη.


Ἐκεῖνο, πού δέν τονίσθηκε ἐπαρκῶς, εἶναι οἱ προϋποθέσεις, οἱ πνευματικές βάσεις τοῦ Γιώργου Σεφέρη, πού δέν εἶναι ἄλλες ἀπό τόν Ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία. Ὁ Ἑλληνισμός τοῦ Γιώργου Σεφέρη ταυτίζεται μέ τήν Ὀρθοδοξία. «Ὁ Ἑλληνισμός ἔχει ἀποκτήσει αἰώνιον χαρακτῆρα μέσα εἰς τήν Ἐκκλησίαν˙ ἔχει ἐνσωματωθεῖ εἰς τήν σάρκα της˙ ἔχει γίνει αἰωνία κατηγορία (ἀξία) τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως»[1].

Μελετῶντας κείμενα ἀρχαιοελληνικά, Βυζαντινά, τῆς Τουρκοκρατίας, Ἑλληνορθοδόξων συγγραφέων, ὅπως καί τον Παπαδιαμάντη, Θεόφιλο καί Μακρυγιάννη, ὁ Γιῶργος Σεφέρης ἀνακαλύπτει καί συνειδητοποιεῖ βαθειά τόν σύνδεσμο, τήν ταύτιση τοῦ Ἐλληνισμοῦ μέ τήν Ὀρθοδοξία, πού ἱστορικά ἔγινε τόν καιρό τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅταν ὁ Χριστός συναντήθηκε μέ μερικούς Ἕλληνες. «Ὁ δέ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων˙ ἐλήλυθε ἡ ὥρα, ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου»[2]. Δηλ. «Ὁ Ἰησοῦς δέ, ἀποκρίθηκε πρός τούς μαθητές του καί εἶπε˙ Ἦλθεν ἡ ὥρα, γιά νά δοξασθεῖ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου (ὁ Χριστός), διά τοῦ θανάτου, τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς Ἀναλήψεώς του, ὁπότε θά ἀναγνωρισθεῖ ὡς Μεσσίας καί ἀπό τούς Ἕλληνες», κατά τήν καταγωγή καί κατά τήν μετοχή στήν παιδεία τῶν Ἑλλήνων.

Ἡ διαχρονική, αἰωνία αὐτή, ἱστορική συγχρόνως ταύτιση Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας δέν ἔγινε χωρίς συγκρούσεις, αἱματηρούς, μαρτυρικούς καί μοναχικούς ἀγῶνες, προσευχές, νηστεῖες, ἀγρυπνίες. Μετά τήν παύση τῶν διωγμῶν ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, τήν κατ᾽ ἰσονομίαν ἔνταξη καί τοῦ μέχρι τότε διωκομένου Χριστιανισμοῦ στά πλαίσια μιᾶς θεσμικά κατοχυρωμένης ἀνεξιθρησκείας καί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, τήν ἐλευθερία συνειδήσεως τῶν Ρωμαίων γιά τήν ἐπιλογή ὁποιασδήποτε θρησκευτικῆς πίστεως καί εἰδικότερα τῆς χριστιανικῆς καί τήν ἐπίσημη ἀνακήρυξη τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς ἐπισήμου θρησκείας τῆς Ρωμαιοελληνικῆς Αὐτοκρατορίας, ἐπετεύχθη μιά, οἰκουμενικῆς σημασίας, πραγματικότητα. Ἡ ἀναζήτηση τῆς Ἀληθείας, ἡ φιλοπατρία, ἡ ἀγάπη πρός τήν ἐλευθερία, τήν Ἐκκλησία καί τήν γνώση, ἡ προσδοκία (ἐλπίδα) ἑνός ἐγκοσμίου προθαλάμου γιά τήν αἰὠνια Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία θά ἔλθει ἐσχατολογικά, καί πού ἤδη τήν γευόμαστε ἀπό τώρα μέσα στήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῶν Ἁγίων Μυστηρίων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, βρῆκαν τήν ἱστορική τους δικαίωση καί πλήρωση στήν χιλιόχρονη ζωή τῆς Ἑλληνορθοδόξου Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (Ρωμηοσύνης-Ρωμανίας), μέ κέντρο τήν Κωνσταντινούπολη καί τό Ἅγιον Ὄρος.

Δέν θέλουμε νά ποῦμε ἐμεῖς περισσότερα. Ἄς ἀφήσουμε τόν ἴδιο τόν Γιῶργο Σεφέρη νά φανεῖ, μέσα ἀπό τά κείμενά του, Ἕλληνας καί Ὀρθόδοξος, γνήσιος Ρωμηός.

α) Ὁ Σεφέρης γράφει στόν Λορεντζάτο πῶς πέρασε τό Πάσχα στήν Τουρκία.

«Ἄγκυρα, Πρωτομαγιά 1948, Μεγάλο Σάββατο, 23.30 (ὥρα).

… Ἄς εἶναι, τούτη ἐδῶ ἡ Πασχαλιά εἶναι ἄλλη κουβέντα. Δέν ὑπάρχει Ἐκκλησιά. Ἀνταλλάχθηκε μέ κάποιο τζαμί τῆς Κρήτης ἤ τῆς Μακεδονίας. Θά ἤμουν εὐχαριστημένος, ἄν ἤξερα ποιό. Πέρσι εἶχε ἔρθει ἕνας παπάς ἀπό τήν Πόλη (Κωνσταντινούπολη), πού ἔψαλλε τά Πάθη σέ ἕνα ἀπό τά γραφεῖα μας (σ.σ. τῆς Ἑλληνικῆς πρεσβείας στήν Ἄγκυρα τῆς Τουρκίας), φτιαγμένο παρεκκλήσι γιά τήν περίσταση. Φέτος δέν ἦλθε. Εἶμαι (ὅμως) εὐχαριστημένος. Νομίζω τό γραφεῖο – παρεκκλῆσι ἦταν αὐτό, ὅπου ἐργάζομαι. Θά μοῦ ἦταν δύσκολο νά συγκεντρωθῶ γιά καθημερινές δουλειές σέ ἕνα τέτοιο χῶρο. Ἔτσι, ἡ Λαμπρή μου (τό Πάσχα) ἁπλουστεύθηκε πάρα πολύ, σάν παλιό σκηνικό τοῦ Σαίξπηρ. Κράτησα, ὅμως, ὅπως μποροῦσα, μερικά ὑποτυπώδη σημεῖα: ‘’Ἐδῶ Μεγάλη Παρασκευή’’, ‘’ἐδῶ κόκκινο αὐγό’’, ‘’ἐδῶ ἀνάσταση’’, κτλ. Δέν ἦταν εὔκολο. Τήν Μεγάλη Πέμπτη ἔστρωσε τό χιόνι. Ὡστόσο, τήν ἄλλη μέρα προσπάθησα νά νηστέψω. Ἵσως γι’αὐτό ἄκουγα τίς ἀπόμακρες ἀργές καμπάνες καμπάνες τῆς Ἀττικῆς, σά νά κτυποῦσαν κάτω ἀπό τό νερό. Σήμερα βράδυ, προτοῦ ἀρχίσω αὐτό τό γράμμα, διάβασα τό τελευταῖο μέρος τοῦ κατά Ματθαῖο (Εὐαγγελίου). Μοῦ θύμισε πολλά καί πρόσεξα ἄλλα, πού δέν θυμόμουνα. Τήν ἱστορία στό σπίτι τοῦ Σίμωνα τοῦ λεπροῦ λ.χ., ἡ γυναῖκα μέ τά μῦρα – ξέρεις - : ‘’γνούς δέ ὁ Ἰησοῦς, εἶπεν αὐτοῖς˙ Τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί; ἔργον γάρ καλόν εἰργάσατο εἰς ἐμέ. Πάντοτε γάρ τούς πτωχούς ἔχετε μεθ’ἑαυτῶν, ἐμέ δέ οὐ πάντοτε ἔχετε. Βαλοῦσα γάρ αὕτη τό μῦρον τοῦτο ἐπί τοῦ σώματός μου, πρός τό ἐνταφιάσαι με ἐποίησεν’’[3]. Τό Εὐαγγέλιο δέν εἶναι ἡρωϊκό˙ ἔχει μιά πικρή γαλήνη. Μέ αὐτήν διεισδύει καί ἀπό αὐτήν οἱ ἀντιδράσεις τῶν ἄλλων. Ἔπειτα πῆρα τά δυό αὐγά, πού βράσαμε στό καμινέτο, καί τά κοκκίνισα μέ τό κόκκινο μολύβι, μέ αὐτά θά τσουγκρίσουμε αὔριο πρωΐ. Εἶναι δώδεκα. Ἔξω στίς γωνιές τῶν δρόμων οἱ νυχτοφύλακες σφυρίζουν κάθε τόσο (ἕνα εἶδος ‘’φύλακες γρηγορεῖτε’’ εἶναι τό σύνθημά τους). Σφυρίζουν σάν τίς ρουκέτες τῆς Πλάκας (στήν Ἀθήνα). Οἱ καμπάνες πάντα κάτω ἀπό τό νερό.

Χριστός Ἀνέστη! Καλό Πάσχα»[4]!

β) Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος μιλᾶ

«... τῷ δὲ βασιλεῖ Ἰσσακίῳ κατακλείει ἐν καστελλίῳ καλουμένῳ Μαρκάππω. Κατὰ δὲ τοῦ ὁμοίου αὐτῷ Σαλαχαντίνου ἀνύσας μηδὲν ὁ ἀλιτήριος, ἤνυσε τοῦτο καὶ μόνον, διαπράσας τὴν χῶραν Λατίνοις, χρυσίου χιλιάδων λιτρῶν διακοσίων. Διὸ καὶ πολὺς ὁ ὀλολυγμός, καὶ ἀφόρητος ὁ καπνός, ὡς προείρηται, ὁ ἐλθῶν ἐκ τοῦ βορρᾶ...».

(Νεοφύτου Ἐγκλείστου, Περί τῶν κατά τήν χώραν Κύπρον σκαιῶν)

Ὑπέρογκες ἀρχιτεκτονικές· Λαρίων Φαμαγκούστα
Μπουφαβέντο· σχεδὸν σκηνικά. 
Ἤμασταν συνηθισμένοι νὰ τὸ στοχαζόμαστε
ἀλλιῶς, τὸ «Ἰησοῦς Χριστὸς Νικᾶ»
ποὺ εἴδαμε κάποτε στὰ τείχη τῆς Βασιλεύουσας,
τὰ φαγωμένα ἀπὸ γυφτοτσάντιρα καὶ στεγνὰ χορτάρια,
μὲ τοὺς μεγάλους πύργους κατάχαμα σὰν ἑνὸς δυνατοῦ ποὺ
ἔχασε, τὰ ριγμένα ζάρια.
Γιὰ μᾶς ἦταν ἄλλο πράγμα ὁ πόλεμος γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ
καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καθισμένη στὰ γόνατα τῆς
Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ,
ποὺ εἶχε στὰ μάτια ψηφιδωτὸ τὸν καημὸ τῆς Ρωμιοσύνης, ἐκείνου τοῦ πελάγου τὸν καημὸ, σὰν ἧβρε τὸ ζύγιασμα τῆς καλοσύνης.
Ἂς παίζουν τώρα μελοδράματα στὰ σκηνικὰ τῶν σταυροφόρων Λουζινιᾶ
κι ἂς φλομώνουμε μὲ τὸν καπνὸ ποὺ μᾶς κουβάλησαν ἀπὸ τὸν βοριά.
Ἄς τους νὰ τρώγουνται καὶ νά ἀνεμοδέρνουνται ὡσὰν τὸ κάτεργο ποὺ δένει μοῦδες·
Καλῶς μᾶς ἤρθατε στὴν Κύπρο, ἀρχόντοι. Τράγοι καὶ μαϊμοῦδες!
Ἐγκλείστρα, 21 Νοεμβρίου 1953[5]

γ) Βηρυτός, 25 Ἀπριλίου 1956

Ἀγαπητέ μου Ζήσιμε (Λορεντζάτε),

Ἔλαβα τό γράμμα σου τῆς 18 αὐτές τίς μέρες, καθώς δούλευα μιά μετάφραση τῆς Ἀποκάλυψης (Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου): σημαδιακή ἀλληλουχία.

Λέω πώς ἔπρεπε νά εἶχα λάβει ἕνα τέτοιο γράμμα δυό-τρία χρόνια πρίν – θέλω νά πῶ τήν ἐποχή περίπου, πού ἔλαβες τήν ἀπόφαση νά ἀποκηρύξεις τόν προηγούμενο ἑαυτό σου καί τά συμπαρομαρτυροῦντα, τά πρίν τόν Blake, ὅπως λές: θά εἶχα ἐξοικονομήσει κάμποσα παραστρατήματα γιά σένα, πού πάντα συλλογίζομαι μέ ἀγάπη καί φροντίδα.

Βλέπεις, ὡς τώρα τελευταῖα ἤξερα ἕναν ἄλλο Ζήσιμο – ὥς τά σήμερα δέν εἶχε καταργηθεῖ γιά μένα – μέ κριτική διάνοια, προσεχτικό στήν εὐαισθησία του, τίμιο στόν στοχασμό του, αὐστηρό στά λόγια του. Τώρα πρέπει νά τά πιστέψω ξεπερασμένα τοῦτα καί νά πιάσω κουβέντα μέ ἀποφθέγματα.

Λυποῦμαι, πού τά γραφόμενά μου ἔχουν ἀφορμή ἔργο δικό μου, ὅμως - ἀφοῦ ἔτσι τό θέλησε ἡ τύχη – τί θές νά σοῦ πῶ, ὅταν μέ φορτώνεις μέ διαφόρους καλλιτεχνικούς αὐτοσκοπούς, πού δέν αἰσθάνομαι διόλου; Καί ὁ Φίλιππας (Philip Sherrard), πού παλεύει μέ τίς μεγάλες οὐσίες, μοῦ ἔγραψε τίς προάλλες, ὅπως καί ἐσύ γιά τόν Ντάντε – λογοτεχνία. Μά τήν Μεγαλόχαρη, παρακινήθηκα νά κοιτάξω πίσω μου, γιά νά ἰδῶ μέ ποιόν τρίτο μιλᾶτε.

Τό χειρότερο εἶναι, ὅταν μοῦ γράφεις ὅτι ἔχω στά χέρια μου ἕνα ἱερό ὄργανο – τήν ἑλληνική λαλιά – καί τό χρησιμοποιῶ στό κενό. Μά, ἄν τά ἱερά ὄργανα μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν, γιά νά σκουπίζουμε ἄδεια κανάτια, χωρίς νά γίνουν μονομιᾶς στάχτη στά χέρια μας, τί σόϊ ἱερά ὄργανα εἶναι;

Κι ἄν εἶναι κενό τό νά μιλᾶς γιά τήν ἀνθρωπιά καί τήν τραγωδία καί τούτη τήν προφορική παράδοση ἀκόμη (πού κηρύχνεις στούς κεκηρυγμένους) ἑνός τόπου δικοῦ σου, ποιό εἶναι τό μή κενό; Οἱ Ἀζτέκοι;

Εἶναι ἀναπότρεπτο φαίνεται καί σημαδιακό τῆς ἀσυναρτησίας μας, ὁ καθένας νά βλέπει τό δικό του στά ἔργα τῶν ἄλλων. Ἔτσι, ὁ Δημαρᾶς, αὐτό, πού λές ἐσύ κενό, τό ὀνόμασε κύριο ἄρθρο ἐφημερίδας. Ἀμήν.

Ὅμως, ὅλα αὐτά δέν ἔχουν σημασία˙ ἐκεῖνο, πού ἔχει σημασία, ἀγαπητέ μου Ζήσιμε (Λορεντζάτε), εἶναι ὅτι, ἄμα θέλει νά καταπιαστεῖ κανείς μέ τόν Θεό, μέ τά ὅσια καί τά ἱερά, χρειάζεται βαθειά ἀνθρωπιά, ἀγάπη, ἄσκηση καί προσευχή ἐν ἐνεργείᾳ. Δέν φτάνει νά κάνει τόν ἱεροφάντη˙ κι οὔτε πιστεύω πώς πηγαίνει κανείς στόν Θεό ἀπό κριτικές τῆς ἱστορίας. Μέ συμπαθᾶς, πού δέν μιλῶ γλυκότερα˙ ἔχω πολλά ἀκόμη. Φθάνει γιά τήν ὥρα.

 Νά’σαι καλά 
Γιῶργος Σεφέρης[6].

«Ἄμα θέλει νά καταπιαστεῖ κανείς μέ τόν Θεό, μέ τά ὅσια καί τά ἱερά, χρειάζεται βαθειά ἀνθρωπιά, ἀγάπη, ἄσκηση καί προσευχή ἐν ἐνεργείᾳ. Δέν φτάνει νά κάνει τόν ἱεροφάντη», λέγει ὁ ποιήσας καί διδάξας τήν Ἑλληνορθοδοξία ταπεινός Γιῶργος Σεφέρης. Ὁ ἴδιος ποτέ δέν θεώρησε τόν ἑαυτό του μέγα θεολόγο ἤ λογογράφο. Ὅμως, ἀναγκαζόμενος ἀπό τήν αὐτοδικαιωμένη καί ὑποκριτική στάση πολλῶν συγχρόνων Νεοελλήνων, ὁμιλοῦσε αὐστηρά καί ἀποφθεγματικά γιά τήν ἀλήθεια - ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού ὁ ἴδιος μυστικά ζοῦσε ἐν ἑαυτῷ.

Ὁ πόθος του νά ἔλθει σέ ἐπαφή μέ τήν Ἑλλάδα καί τήν Ὀρθοδοξία βιωματικά, ὁλοκληρωτικά καί ἀπόλυτα, νοιώθοντας ὅτι αὐτά τά δύο πνευματικά μεγάθη κρύβουν τήν ἀπάντηση στά σύγχρονα ἀνθρωπολογικά καί κοινωνικά προβλήματα, τόν ὁδήγησε νά ἐρευνᾶ, ὄχι μόνο τά συγγράμματα τῶν ἀρχαιοελλήνων καί ἑλληνορθοδόξων συγγραφέων, ἀλλά καί νά ἐπισκέπτεται τά κτίρια, τά θέατρα, τά γυμναστήρια, τίς Μονές, τίς Ἐκκλησίες καί τά μέγαρα τῶν προγόνων μας, καί ἐν σιωπῇ καί προσευχῇ νά τά ζεῖ καί νά μυσταγωγεῖται ἀπό αὐτά.

Ἐπισκέφθηκε ἐπανειλημμένως καί τά μνημεία τῶν προγόνων μας στήν Κύπρο, ἦλθε σέ ἐπαφή μέ τούς Κυπριῶτες (Ρωμηούς Ἕλληνες Ὀρθοδόξους τῆς Κύπρου) καί τόσο συγκινήθηκε, πού μᾶς εἶχε σάν πρότυπα γιά ὅλους τούς συγχρόνους Νεοέλληνες. Συνέγραψε καί εἰδική ποιητική συλλογή μέ τίτλο «Ἡμερολόγιο καταστρώματος Γ΄, στόν κόσμο τῆς Κύπρου, μνήμη καί ἀγάπη, ‘’…Κύπρον, οὗ μ’ἐθέσπισεν…’’»[7].

Γράφει ὁ Γιῶργος Σεφέρης γιά τόν Ἕλληνα Μακρυγιάννη, Στρατηγό τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821:

«Γι’αυτά πολεμήσαμε». (Ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης λέγει προς τούς στρατιῶτες του ὅτι και για τά ἀρχαῖα και βυζαντινά μνημεῖα πολέμησαν). «Δεκαπέντε χρυσοπίκιλτες ἀκαδημίες δέν ἀξίζουν τήν κουβέντα αὐτοῦ τοῦ ανθρώπου. Γιατί μόνο σέ τέτοια αἰσθήματα πραγματικά καί ὄχι σέ ἀφηρημένες ἔννοιες περί τοῦ κάλλους τῶν ἀρχαίων ἡμῶν προγόνων»[8].

Θά μποροῦσε κάποιος νά μᾶς πεῖ πῶς: «Καλά ὅλα αὐτά, ὁ Σεφέρης, ἡ Ἑλληνορθοδοξία, τά μνημεῖα τῶν προγόνων μας κλπ. Τί σημασία ἔχουν γιά μᾶς σήμερα καί τό μέλλον μας ὡς Νεοελλήνων, Ὀρθοδόξων καί ἐνταγμένων, εἴτε οὐσιαστικά εἴτε τυπικά, στόν Δυτικο-Εὐρωπαϊκό καί Ἀμερικανικό πολιτισμό, τρόπο ζωῆς, παιδείας καί σκέψεως»;

Κάναμε αὐτήν τήν ἀναφορά στήν Ἑλληνορθοδοξία καί στόν Γιῶργο Σεφέρη ὡς γνήσιο ἐκφραστή της, γιά νά συνειδητοποιήσουμε ἐν μετανοίᾳ τόν σκοπό, γιά τόν ὁποῖο πλάστηκε ἐξ ἀρχῆς ὁ ἄνθρωπος, γιά τήν θέωση ἐν Χριστῷ διά τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς Οἰκουμενικότητος τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά πετύχει. Σήμερα ἐλάχιστα ἀσχολούμαστε μέ αὐτό, τό ὁποῖο εἶναι ἀνάγκη νά κάνουμε σύν Θεῷ, δηλαδή νά ἐπιτύχουμε τήν θέωσή μας. Τόσο παγκοσμίως, ὅσο καί πανελληνίως, δείχνουμε ἀκατάσχετη ἐξωτερική δράση, ἐμπιστευόμαστε σχεδόν τούς ἑαυτούς μας στήν «παντοδυναμία» τῆς ἐπιστήμης, τῆς τεχνολογίας καί τῶν πρακτικῶν τους ἐφαρμογῶν. Καί δημιουργοῦμε ἔτσι ἀνθρωπολογικά, πνευματικά, ψυχοσωματικά προβλήματα, πού μένουν ἐν πολλοῖς ἀνεπίλυτα. Γράφει κάπου ὁ Γιῶργος Σεφέρης:

«Ἕνα ἀπό τά ζωτικότερα προβλήματα τοῦ σύγχρονου κόσμου, δηλαδή τό πρόβλημα πῶς νά διατηρήσει ὁ ἄνθρωπος τήν ψυχή του ἀπέναντι στά τρομακτικά μηχανικά μέσα, πού διαθέτει, τίθεται καί στήν Ἑλλάδα μέ μεγαλύτερη ὀξύτητα ἀπό ἀλλοῦ…»[9].

«Ὁ ὑπερεπιστημονικός καιρός τῶν μηχανικῶν αὐτοματισμῶν, πού ζοῦμε», στηρίζεται στήν συνεχῆ ἐκμετάλλευση τοῦ ἀνθρώπου, τῆς φύσης, τοῦ σύμπαντος. Ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς «μηχανοκίνητης αὐτοκαταστροφῆς».

Ἡ ὑποβάθμιση τοῦ περιβάλλοντος ἐκφράζει «τήν ἀσυνείδητη ἀδιαφορία τοῦ σημερινοῦ Ἕλληνα γιά τόν ἄλλο ἄνθρωπο, ἐμπρός σέ ἕνα κακομοιρασμένο κέρδος»[10].

Ποιά λύση προτείνουμε; «Δῶσε αἷμα καί λάβε Πνεῦμα Ἅγιον», λέγει ἕνας ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας. «Οἱ νεκροί, γιά νά μιλήσουν, ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ζωντανό αἷμα», μαθητεία χρειάζεται στήν Ρωμαίϊκη Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση[11].

Ἄν ζοῦσε σήμερα ἐν σαρκί ὁ Γιῶργος Σεφέρης, θά μᾶς ἔλεγε πώς δέν ἔπρεπε, οὔτε πρέπει νά ἐνταχθοῦμε καί τυπικά ἤ κρατικά στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη, διατηρῶντας ἔτσι κάποια πνευματική ἀντίσταση στήν ἀλλοτρίωση ἀπό τόν Δυτικο-Εὐρωπαϊσμό-Ἀμερικανισμό, μηχανοκρατισμό, τεχνολογία καί ἀλλοτρίωση, ἡ ὁποία ἐπῆλθε στήν Ἑλλάδα καί τήν Κύπρο. Αὐτό φαίνεται καθαρά στό ποίημά του «Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος μιλᾶ», ὅπου ὀνομάζει τούς Λατίνους (Εὐρωπαίους), προγόνους τῶν σημερινῶν Εὐρωπαιοαμερικανῶν, «τράγους καί μαϊμοῦδες», πού «φλομώνουνε μέ τόν καπνό, πού μᾶς ἐκουβάλησαν ἀπό τόν βοριά».

«Ἀρχή σοφίας, φόβος Κυρίου». «Ἀγαθόν ὑπέρτερον παντός ἀγαθοῦ, φόβος Θεοῦ καί μνήμη θανάτου»[12]. Ὁ φόβος αὐτός καί ἡ μνήμη θανάτου, δέν ἔχουν σκοπό νά μᾶς καταστήσουν συναισθηματικά, ἐπιθυμητικά καί λογικά ἀνάπηρους, ἀνενεργεῖς, παθητικούς μοιρολάτρες, περιθωριοποιημένους ἀποδέκτες τοῦ θείου θελήματος. Εἶναι τά δύο πτερύγια, πού θά μᾶς ὁδηγήσουν ἐν μετανοίᾳ ψηλά πνευματικῶς, νά κατοπτεύσουμε πρῶτα τόν ἐμπαθῆ ἑαυτό μας, νά καθαρισθοῦμε ἀπό τά πάθη μας, νά ἀποκτήσουμε θεῖο φωτισμό διά τῶν ἀρετῶν καί νά ἐλλαμφθοῦμε ἀπό τό θεῖο ἄκτιστο Φῶς τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Τότε ἡ ἐλευθερία μας θά γίνει ἄπειρη, ἀτελεύτητη καί ἄναρχη κατά χάριν[13], καί θά πηγαίνουμε, ὅπου θέλει τό Ἅγιον Πνεῦμα. «Ὅπου εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐκεῖ ὑπάρχει ἀληθινή ἐλευθερία»[14]. Καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον χορηγεῖται πλήρως, ὁλικῶς καί ἐλευθέρως μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. «Μή μέ ἐμποδίζετε νά ἔρχομαι στήν Ἐκκλησία, διότι ἐκεῖ νοιώθω πραγματική ἐλευθερία»[15].

Ἐλᾶτε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί μετάσχετε τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας καί θά δεῖτε ὅτι χρηστός, ἅγιος, λυτρωτής, φίλος, ἀδελφός καί πατέρας μας εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός. Πιστεύουμε ὅτι αὐτή εἶναι καί ἡ πίστη τοῦ Γιώργου Σεφέρη. Τελειώνουμε μέ ἕνα ποίημα, ἀφιερωμένο στόν Γιῶργο Σεφέρη, προσωπικό μας πόνημα, εὐχαριστήριο πρός αὐτόν τόν ἐν μικρῷ μέγα ἄνδρα τῆς Ρωμηοσύνης, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Ἑλληνισμοῦ καί παγκόσμιας, παναθρώπινης ἀγάπης καί ἀλήθειας.

«Γιῶργος Σεφέρης, ὁ οὐρανοδρόμος Ἑλληνορθόδοξος πολίτης τῆς Ρωμηοσύνης»

Ρωμηοσύνης Ἑλληνορθοδόξου πέτρα-πέτρα 
 ἐμελετοῦσες, ἐζοῦσες.
«Οἱ νεκροί, γιά νά μιλήσουν, ἔχουν
ἀνάγκη ἀπό ζωντανό αἷμα»,
Μαθητεία ταπεινή στήν παράδοση, 
στήν Ἱστορία, στήν Παιδεία.
«Δῶσε αἷμα καί λάβε Πνεῦμα Ἅγιον».
«Ὅπου καί νά ταξιδέψω,
ἡ Ἑλλάδα μέ πληγώνει».
Ἁγία Νάπα, Ἐγκλείστρα Ἁγίου Νεοφύτου,
Μπουφαβέντο, Ἔφεσος, Ἀκρόπολη Ἀθηνῶν, 
 Βασιλεύουσας Ἁγία Σοφία, Καππαδοκία, Μετέωρα,
Δελφοί, Ὀλυμπία.
Καῖνε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἡ μνήμη θανάτου.
Ὄχι καλλιτεχνικοί αὐτοσκοποί,
ἀλλά καμπάνες νά ἠχοῦν κάτω 
ἀπό τό νερό: Χριστός Ἀνέστη!
Καλό Πάσχα!
Ὑπερεπιστημονικός μηχανοκρατισμός,
κατάχρηση τεχνολογίας, ἐπιστήμης, ὑποβάθμιση περιβάλλοντος, ὀρθολογισμός,
μιά χούφτα μισανθρωπιᾶς, καί τραγωδίας: Ἀδιέξοδος.

«Τά σά ἐκ τῶν σῶν, σοί προσφέρομεν
κατά πάντα καί διά πάντα».

«Χρειάζεται βαθειά ἀνθρωπιά,
ἀγάπη, ἄσκηση καί προσευχή 
 ἐν ἐνεργείᾳ. Δέν φτάνει νά κάνει κανείς
τόν ἱεροφάντη».

Πρόσωπο καί Ἐλευθερία, μνῆμες
τοῦ Ἔθνους καί τῆς Ἐκκλησίας, 
 «σᾶς λένε Πίνδο, σᾶς λένε Ἄθω».
Τί προτιμᾶτε; Τό φυσικό φῶς 
τοῦ νοός, ἤ τό ἄκτιστο θεῖο Φῶς,
φῶς μεταμορφωτικό τοῦ παντός, 
πού φέρνει ἄναρχη, ἀτελεύτητη 
καί ἄπειρη κατά χάριν ἐλευθερία;

Ὁ Γιῶργος Σεφέρης ἐδιάλεξε
τό δεύτερο: τό ἄκτιστο Φῶς.
«ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚΑ». 
«Ἐγώ εἰμί τό Φῶς, ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή».






[1] π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΟΡΩΦΣΚΥ, «Ἡ πορεία τῆς Ρωσσικῆς θεολογίας», ἐν Θεολογία, Ἀλήθεια καί Ζωή, Ἀθῆναι 1962, σσ. 32-33.

[2] Ἰω. 12, 23.

[3] Ματθ. 26, 10-12.

[4] Γράμματα Σεφέρη-Λορεντζάτου (1948-1968), ἀρ. 5 (ἀπόσπασμα), ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1990, σσ. 24-25.

[5] ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, Ποιήματα, ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 1994, ἔκδ. 14η, σσ. 259-260.

[6] Γράμματα Σεφέρη-Λορεντζάτου (1948-1968), ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1990, σσ. 205-206.

[7] ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, Ποιήματα, ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 1994, ἔκδ. 18η, σσ. 231-273.

[8] Τοῦ ἰδίου, «Ἕνας Ἕλληνας - ὁ Μακρυγιάννης», Δοκιμές, τ. Α΄ (1936-1947), ἔκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 1984, ἔκδ. 5η, σσ. 240-241. Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Δοκιμές, τ. Γ΄, ἔκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 1992, σ. 368.

[9] Τοῦ ἰδίου, «Ἑλληνική καί Εὐρωπαϊκή παιδεία», ἐν Δοκιμές, τ. Γ΄, σ. 291.

[10] ΣΤΑΥΡΟΣ Σ. ΦΩΤΙΟΥ, «Μνήμη, μνημεῖα καί περιβάλλον», ἐν Ἄνθρωπος καί Περιβάλλον, ἔκδ. Ἱ. Μ.  Ἁγίου Νεοφύτου Ἐγκλείστου, σειρά Συνάντηση, ἀρ. 3, Πάφος 1994, σ. 121.

[11] ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, Μέρες Ε΄ (1945-1951), ἔκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 1977, σ. 221.

[12] ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ, Τυπική Διαθήκη.

[13] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

[14] Β΄ Κορ. 3, 17.


[15] ΓΕΡΩΝ ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ, 1891-1981