ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Παπα–Γρηγόρης ὁ Πνευματικός

Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
     Γεν­νή­θη­κε στό ἱ­στο­ρι­κό Με­σο­λόγ­γι καί ἦταν ἕ­να ἀ­πό τά παι­διά πού σώ­θη­καν ἀ­πό τήν ἡ­ρω­ϊ­κή ἔ­ξο­δο τοῦ Με­σο­λογ­γί­ου. Τό ἐ­πώ­νυ­μό του ἦ­ταν Μα­νω­λᾶ­τος, προ­φα­νῶς Κε­φαλ­λο­νί­τι­κης κα­τα­γω­γῆς. Ἦρ­θε καί ἔ­γι­νε μο­να­χός καί ἱ­ε­ρέ­ας στή Νέα Σκή­τη, στήν Κα­λύ­βη τοῦ Ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος. Γιά τήν ἀ­ρε­τή του προ­τά­θη­κε ἀ­πό το­ύς πα­τέ­ρες τῆς Νέας Σκή­της στήν κυ­ρί­αρ­χο μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Πα­ύ­λου καί ἔ­γι­νε Πνευ­μα­τι­κός. Κα­τό­πιν πῆ­γε γιά προ­σκύ­νη­μα στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Ἔ­ζη­σε γιά λί­γα ἔ­τη καί στήν Κα­λύ­βη τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου στήν Ἁ­γί­α Ἄν­να.

     Στά μέ­σα πε­ρί­που τῆς δε­κα­ε­τί­ας 1840–50 ἀ­να­χώ­ρη­σε γιά τήν Μι­κρά Ἁ­γί­α Ἄν­να γιά ἀ­νώ­τε­ρη πνευ­μα­τι­κή ζωή καί πῆ­ρε τήν Κα­λύ­βη τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου. Ἡ συ­νο­δί­α του ἀ­πο­τε­λεῖ­το ἀ­πό το­ύς ἱ­ε­ρο­μο­νά­χους πα­πα–Κο­σμᾶ καί πα­πα–Δα­μιανό.
     Τό τυ­πι­κό τους ἦ­ταν ἡ ἀ­πα­ρά­βα­τη τέ­λε­ση τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας καί ἡ κα­θη­με­ρι­νή θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α. Κάθε Κυ­ρια­κή ἔ­κα­ναν ἀ­γρυ­πνί­α μα­ζί μέ το­ύς γείτονες πα­τέ­ρες πό­τε σέ μί­α Κα­λύ­βη πό­τε στήν ἄλ­λη. Ἡ πε­ρι­ο­χή τό­τε τῆς Μι­κρᾶς Ἁ­γί­ας Ἄν­νης ἦ­ταν πο­λύ ἡ­συ­χα­στι­κή, πτω­χι­κή καί ἄ­νυ­δρη. Ἀλ­λά τίς δυ­σκο­λί­ες αὐ­τές τίς ὑ­πε­ρέ­βαι­νε ὁ ζῆ­λος τῶν πα­τέ­ρων γιά τήν ἀ­σκη­τι­κή ζωή. Στήν συ­νο­δ­ί­α τοῦ πα­πα–Γρη­γό­ρη εἶ­χαν γιά ἐρ­γό­χει­ρο πλε­κτές φα­νέλ­λες, τσου­ρά­πια καί καλ­τσο­δέ­τες. Καλ­λι­ερ­γοῦ­σαν καί ἕ­να μι­κρό κη­πά­ριο γιά νἄ­χουν τά χρει­ώ­δη κη­πευ­τι­κά.
Ζοῦ­σαν βί­ο ἡ­συ­χα­στι­κό καί ἀ­σκη­τι­κό χω­ρίς πε­ρι­σπα­σμο­ύς καί ἀ­πα­σχο­λή­σεις. Οἱ λί­γοι ἐ­πι­σκέ­πτες πού ἔ­φθα­ναν ὥς τήν κα­λύ­βη τους, ἔρ­χον­ταν νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦν στόν πα­πα–Γρη­γό­ρη ὁ ὁ­ποῖ­ος ἤ­δη εἶ­χε φή­μη ἐ­να­ρέ­του καί δι­α­κρι­τι­κοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ. Δι­έ­πρε­ψε ὡς Πνευ­μα­τι­κός καί ἦ­ταν αὐ­στη­ρῶν ἀρ­χῶν. Ἔβλε­πε το­ύς πα­τέ­ρες πού ἐ­ξω­μο­λο­γοῦ­σε ὑ­πό τό πρί­σμα τῆς ἀ­σκη­τι­κό­τη­τος, γι᾿ αὐ­τό ἦ­ταν αὐ­στη­ρός καί ἐ­πι­ζη­τοῦ­σε τήν ἀ­κρί­βεια καί τήν τε­λει­ό­τη­τα. Εἶχε πνευ­μα­τι­κή δύ­να­μη καί γνώ­ση. Ἦ­ταν νη­στευ­τής αὐ­στη­ρός, τό­σο πού Τε­τάρ­τη καί Πα­ρα­σκευή δέν κα­τέ­λυ­σε πο­τέ λά­δι οὔ­τε σέ ἑ­ορ­τές οὔ­τε καί τήν Δια­­και­νή­σι­μο. Ἦ­ταν πρᾶ­ος, πο­λύ σι­ω­πη­λός, ἐ­πι­βλη­τι­κός μέ ἀ­πα­στρά­πτου­σα τήν χά­ρη τῆς ψυ­χῆς του. Γράμ­μα­τα ἤ­ξε­ρε λί­γα ἀλ­λά ἀ­πό τήν συ­νε­χῆ με­λέ­τη τῶν Γρα­φῶν καί τῶν ἀ­σκη­τι­κῶν συγ­γραμ­μά­των ἀ­πέ­κτη­σε γνώ­σεις πνευ­μα­τι­κές.
Εἶ­χε πεῖ­ρα με­γά­λη καί ἔ­φερ­νε εἰς πέ­ρας κά­θε δύ­σκο­λη πε­ρί­πτω­ση, δί­δον­τας τά κα­τάλ­λη­λα πνευ­μα­τι­κά φάρ­μα­κα ὡς ἔμ­πει­ρος για­τρός. Εἶ­χε μά­λι­στα καί ἰδιαίτερη δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ το­ύς λο­γι­σμο­ύς καί τά ὁ­ρά­μα­τα τῶν πα­τέ­ρων.
     Κάποτε πῆ­γε ὁ πα­πα–Δα­νι­ήλ ἀ­πό τήν Κα­λύ­βη τῶν Ἀρ­χαγ­γέ­λων καί ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε στόν παπα–Γρη­γό­ρη ὅ­τι εἶ­δε σέ ὅ­ρα­μα το­ύς τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες. Ἀ­μέ­σως ἔ­σπευ­σε νά προ­σκυ­νή­ση τόν Μ. Βα­σί­λει­ο ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἔ­δω­σε νά προ­σκυ­νή­ση τό με­γά­λο δά­χτυ­λο τοῦ πο­διοῦ. Ὁ Πνευ­μα­τι­κός, ἀ­φοῦ τόν ἄ­κου­σε, μέ τό δι­ο­ρα­τι­κό του δι­έ­γνω­σε τήν πλά­νη καί τοῦ εἶ­πε: «Με­γά­λο δι­ά­βο­λο προ­σκύ­νη­σες, πα­πᾶ μου, δι­ό­τι ἐ­άν πράγ­μα­τι ἦ­ταν ὁ Ἅ­γιος Βα­σί­λει­ος, δέν θά σοῦ ἔ­δι­νε νά προ­σκυ­νή­σης τό δά­χτυ­λο τοῦ πο­διοῦ του».
     Στόν πα­πα–Γρη­γό­ρη ἐ­ξω­μο­λο­γεῖ­το καί ὁ ἡ­συ­χα­στής Καλ­λί­νι­κος. Κάποτε πλη­σί­α­ζε ἡ πα­νή­γυ­ρη τῆς Κα­λύ­βης του καί ρώ­τη­σε τόν Πνευ­μα­τι­κό ἄν ἐ­πι­τρέ­πη νά βά­λη λά­δι στήν τρά­πε­ζα, για­τί ἡ ἑ­ορτή συ­νέ­πε­σε ἡ­μέ­ρα Τε­τάρ­τη. Τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: «Οἱ ἀ­σκη­τές πάν­το­τε νη­στε­ύ­ουν. Δέν κά­νουν δι­ά­κρι­ση ἄν εἶ­ναι πα­νή­γυ­ρη», καί ἔ­τσι ἔ­φα­γαν ἀ­λά­δω­το φα­γη­τό στήν πα­νη­γυ­ρι­κή τρά­πε­ζα.
     Ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός τοῦ γε­ρω–Καλ­λι­νί­κου συ­χνά με­τέ­βαι­νε στήν Δάφνη γιά νά με­τα­φέ­ρη τήν ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α τοῦ Γέροντός του. Ἀ­ναγ­κα­ζό­ταν συ­χνά νά κά­νη τήν ἀ­κο­λου­θί­α μέ κομ­πο­σχο­ί­νι στόν δρό­μο. Εἶ­χε ὅ­μως λο­γι­σμο­ύς, ἄν πι­ά­νε­ται αὐ­τή ἡ ἀ­κο­λου­θί­α. Ρώτησαν τόν Πνευ­μα­τι­κό τους πα­πα–Γρη­γό­ρη, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ πρα­κτι­κό τρό­πο ρώ­τη­σε τόν ὑ­πο­τα­κτι­κό:
–Ἄν εὕ­ρι­σκες στόν δρό­μο γιά τήν Δάφνη ἕ­να πορ­το­φό­λι καί τό ἔ­παιρ­νες, θά πι­α­νό­ταν αὐ­τό γιά κλο­πή;
–Ἔ, βέ­βαι­α, ἀ­πάν­τη­σε. Θά ἦ­ταν ἁ­μαρ­τί­α καί θά ἔ­πρε­πε νά τό ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ. 
–Ἐφ᾿ ὅ­σον αὐ­τό τό κα­κό πρᾶγ­μα πού ἔ­κα­νες καθ᾿ ὁ­δόν, πι­ά­νε­ται ὡς κα­κό καί σέ βλά­πτει, ἡ ἀ­κο­λου­θί­α πού κά­νεις στό δρό­μο μέ τό κομ­πο­σχο­ί­νι δέν πι­ά­νε­ται; Βε­βα­ί­ως καί πι­ά­νε­ται καί νά μήν ἔ­χης λο­γι­σμο­ύς.
Πράγ­μα­τι μέ τήν ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­να­πα­ύ­θη­κε ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός καί ἔ­φυ­γαν οἱ λο­γι­σμοί πού τόν τα­λαι­πω­ροῦ­σαν.
    Ἦρ­θε κά­πο­τε ἕ­νας φο­βε­ρός λη­στής, ὁ κα­πε­τάν–Γι­ωρ­γά­κης, στῶν Ἰ­βή­ρων. Ἤ­θε­λε νά κοι­νω­νή­ση, ἀλλοι­ῶς ἀ­πει­λοῦ­σε νά κά­ψη τό Μο­να­στή­ρι. Οἱ πα­τέ­ρες βρέ­θη­καν σέ ἀ­μη­χα­νί­α καί κά­λε­σαν τόν παπα–Γρη­γό­ρη. Μέ τόν τρό­πο του καί τήν χά­ρη πού εἶ­χε, τόν εἰ­ρή­νευ­σε, τόν συμ­βο­ύ­λευ­σε καί ἀ­κο­λουθών­τας τίς συμ­βου­λές του ὁ λη­στής ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε πρῶτα, νή­στευ­σε, ὕ­στε­ρα κοι­νώ­νη­σε καί πλέ­ον ἄλ­λα­ξε τρό­πο ζω­ῆς.
    Ὁ πα­πα–Γρη­γό­ρης πῆ­γε κά­πο­τε στό πα­ζά­ρι στίς Κα­ρυ­ές γιά νά πω­λή­ση τό ἐρ­γό­χει­ρό του. Τό ἄ­φη­σε μπρο­στά του, κα­τέ­βα­σε τόν σκοῦ­φο του καί σκύ­βον­τας τό κε­φά­λι του ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή. Περ­νοῦ­σε τό­τε ἀ­πό κεῖ ὁ ἐ­ξό­ρι­στος Πα­τρι­άρ­χης Ἰ­ω­α­κε­ίμ ὁ Γ’. Εἶ­δε τόν Γέροντα στό ὑ­πό­στε­γο τοῦ Κοι­μη­τη­ρί­ου νά κρα­τᾶ τό κομ­πο­σχο­ί­νι του καί νά ἔ­χη προ­ση­λω­μέ­νο τό βλέμ­μα του κά­τω. Τοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση καί ρώ­τη­σε νά μά­θη ποι­ός εἶ­ναι. Χάρηκε πού ἔ­μα­θε ὅ­τι ἦ­ταν ὁ φη­μι­σμέ­νος Πνευ­μα­τι­κός πα­πα–Γρη­γό­ρης. Τόν πλη­σί­α­σε καί τοῦ εἶ­πε:
–Ἐ­σύ, πά­τερ, δέν δι­α­λα­λεῖς τό ἐρ­γό­χει­ρό σου; Κοίτα­ξε γύ­ρω σου νά βρῆς κα­νέ­ναν πε­λά­τη νά τό πω­λή­σης.
–Ὅ­ποι­ος ἔ­χει ἀ­νάγ­κη, Πα­να­γι­ώ­τα­τε, ἀ­πό τό ἐρ­γό­χει­ρό μου, μπο­ρεῖ νά τό δῆ καί νά τό πά­ρη. Δέν χρει­ά­ζε­ται νά ψά­χνω, ἀ­πάν­τη­σε χω­ρίς νά κοιτά­ξη τόν Πα­τρι­άρ­χη.
–Δέν ἦρ­θα, Πνευ­μα­τι­κέ μου, νά σέ πει­ρά­ξω. Ἦρ­θα νά σοῦ πῶ ὅ­τι κά­ποι­α μέ­ρα θά ἔρ­θω νά σέ ἐ­πι­σκε­φθῶ.
–Εὐ­χα­ρι­στῶ, ἀλ­λά μήν κά­νης τόν κό­πο, Πα­να­γι­ώ­τα­τε, νά ἔρ­θης, δι­ό­τι τό Κα­λύ­βι μου εἶ­ναι πο­λύ μικρό καί χα­μη­λό καί δυ­στυ­χῶς δέν χω­ρά­ει Πα­τριάρ­χες.
–Ἄς εἶ­ναι χα­μη­λό. Θά σκύ­ψω καί θά χω­ρέ­σω.
–Ἄν ἔ­σκυ­βες, δέν θά ἤ­σουν τώ­ρα ἐ­δῶ ἐ­ξό­ρι­στος. Θά ἤ­σουν στήν Πόλη, στόν θρό­νο σου, ἐν­νο­ών­τας τό ἀ­γέ­ρω­χο καί τό ἀ­συμ­βί­βα­στο τοῦ με­γά­λου αὐτοῦ Πα­τρι­άρ­χου.
Ὁ Πα­τρι­άρ­χης θα­ύ­μα­σε γιά τήν λα­κω­νι­κή καί ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νη ἀ­πάν­τη­ση τοῦ πα­πα–Γρη­γό­ρη καί ἡ γνω­ρι­μί­α του μα­ζί του ἀ­πε­τέ­λε­σε σταθμό στήν ζωή του. Πράγ­μα­τι τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε στήν Μι­κρά Ἁ­γί­α Ἄν­να. Τόν ἔ­κα­νε πνευ­μα­τι­κό του καί πή­γαι­νε συ­χνά. Ἔ­λε­γε ὅ­τι ὁ πα­πα–Γρη­γό­ρης εἶ­ναι ὁ στῦ­λος τῆς ἀ­ρε­τῆς καί τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου. Τοῦ δώ­ρι­σε μά­λι­στα λει­τουρ­γι­κά σκε­ύ­η, βι­βλί­α Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά καί εἴ­δη οἰ­κο­κυ­ριοῦ, πι­ά­τα, πο­τή­ρια, φλυ­τζά­νια. Ὅλα αὐ­τά λό­γῳ τῆς ἐλ­λε­ί­ψε­ως τῶν ἄλ­λων Κα­λυ­βῶν, τά δα­νε­ί­ζον­ταν οἱ πα­τέ­ρες τῆς πε­ρι­ο­χῆς γιά τίς πα­νη­γύ­ρεις τους.
     Πέρασε κά­πο­τε ἀ­πό τόν πα­πα–Γρη­γό­ρη ἕ­νας  Ἐπί­σκο­πος κα­λε­σμέ­νος νά χο­ρο­στα­τή­ση στήν πανή­γυ­ρη τῆς Λα­ύ­ρας. Ζήτησε νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ, ἀλ­λά ὁ πα­πα–Γρη­γό­ρης δι­α­βλέ­πον­τας μέ τό διορατικό του ὅ­τι ἔ­χει κώ­λυ­μα, δέν τόν δε­χό­ταν λέ­γον­τάς του ὅ­τι δέν θά κά­νει ὑ­πα­κοή. Ἀ­φοῦ τόν δι­α­βε­βα­ί­ω­σε ὅ­τι θά κά­νει ὅ,τι τοῦ πεῖ, τόν ἐ­ξωμο­λό­γη­σε καί τοῦ εἶ­πε νά πα­ραι­τη­θῆ τῆς Ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νης. Τό δέ­χθη­κε, ἀλ­λά ἀ­νη­συ­χοῦ­σε τί θά γι­νό­ταν μέ τήν πα­νή­γυ­ρη τῆς Λα­ύ­ρας πού σέ λί­γες μέ­ρες ἔ­φθα­νε. Τότε ὁ Πνευ­μα­τι­κός τοῦ πρό­τει­νε νά γί­νη Με­γα­λό­σχη­μος καί νά ἀφή­ση τό ὠ­μοφόρι, νά πα­ραι­τη­θῆ, ὅ­πως καί ἔ­γι­νε.
Ἡ κάρα τοῦ παπα–Γρηγόρη.
     Μέ τόν πα­πα–Γρη­γό­ρη λό­γῳ τῆς ἀ­ρε­τῆς του εἶ­χαν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α καί ἀ­να­χω­ρη­τές, ὅ­πως δι­έ­σω­σε ὁ μα­κα­ρι­στός Γέρων Γα­βρι­ήλ, Ἡ­γο­ύ­με­νος τῆς μο­νῆς Δι­ο­νυ­σί­ου, μί­α τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση. Πα­ρα­τί­θε­ται αὐ­το­ύ­σια ἡ δι­ή­γη­ση τοῦ Ἡ­γου­μέ­νου: «Λει­τουρ­γοῦ­σα», δι­η­γή­θη­κε ὁ πα­πα–Γρη­γό­ρης, «τήν Με­γά­λην Πέμπτη καί πρός τό τέ­λος τῆς Λει­τουρ­γί­ας πα­ρου­σι­ά­σθη­κε στό να­ΐ­δριον τῆς Κα­λύ­βης μου ἕ­νας νέ­ος μο­να­χός ὁ ὁ­ποῖ­ος κρα­τοῦ­σε ἕ­να ἀ­ναμ­μέ­νο φα­να­ρά­κι καί μοῦ εἶ­πε:
–Νά μήν κα­τα­λύ­σης ὅ­λην τήν Κοι­νω­νί­αν, ἅ­γι­ε Πνευ­μα­τι­κέ∙ εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά ἔλ­θης νά κοι­νω­νή­σης τρεῖς ἀ­δελ­φο­ύς πού μέ­νουν ἐ­δῶ πιό πά­νω, γι᾿ αὐ­τό ἦλ­θα νά σέ πά­ρω.
»Συμ­μορ­φώ­θη­κα χω­ρίς νά ρω­τή­σω πε­ρισ­σό­τε­ρον, καί ἀ­φοῦ βά­δι­ζε μπρο­στά, ἀ­κο­λου­θοῦ­σα καί ἐγώ βα­στῶν τά θεῖ­α Μυ­στή­ρια· με­τά ἀ­πό ὀ­λί­γον, παρ᾿ ὅ­λον τόν ἀ­πό­το­μον ἀ­νή­φο­ρον καί τήν γε­ρον­τι­κή μου ἡ­λι­κί­αν, ἐ­φθά­σα­με σέ μία εὐ­ρύ­χω­ρη σπη­λιά, ὅ­που μᾶς πε­ρί­με­ναν τρεῖς μο­να­χοί.
»Ἐ­κοι­νώ­νη­σαν ἀ­μέ­σως καί ἀ­φοῦ μ᾿ εὐ­χα­ρί­στησαν μοῦ εἶ­παν πα­ρα­κλη­τι­κά:
–Νά ἔλ­θης καί τοῦ χρό­νου, ἅ­γι­ε Πάτερ, τήν Με­γά­λην Πέμπτην νά μᾶς κοι­νω­νή­σης, νά μήν πῆς ὅ­μως τί­πο­τα σέ κα­νέ­ναν γιά τοῦ­το καί ὅ,τι εἶ­δες ἐ­δῶ.
»Ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­τι ἀπ᾿ ὅ­σα εἶ­δα καί ἄ­κου­σα δέν ρώ­τη­σα τί­πο­τε καί μέ τήν συ­νό­δευ­σιν τοῦ νέ­ου πῆ­ρα τό κα­τη­φο­ρι­κόν μο­νο­πά­τι καί με­τά ἀ­πό λί­γο ἐ­κεῖ­νος, ἀ­φοῦ ἔ­βα­λε με­τά­νοι­α καί ἀ­σπά­σθη­κε τό Ἅ­γιον ἀρ­το­φό­ριον, μέ κα­τευ­ό­δω­σε λέ­γον­τάς μου ὅ­τι θά ἐ­πι­στρέ­ψει. Ἀ­φοῦ βά­δι­σα λί­γο, στρά­φη­κα γιά νά τόν δῶ ἀ­νερ­χό­με­νον, ἀλ­λά δέν ἐ­φα­ί­νε­το. Ὅλ᾿ αὐ­τά μέ συ­νε­κλό­νι­σαν, τη­ρῶν ὅ­μως τήν ἐν­το­λήν των δέν εἶ­πα σέ κα­νέ­ναν τί­πο­τα.
»Τί συ­νέ­βη ὅ­μως; Εἰς τήν Σκή­την μας συ­νη­θί­ζε­ται τό Σάββατον τοῦ Λα­ζά­ρου νά συγ­κεν­τρώ­νων­ται ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες διά τήν ἀ­γρυ­πνί­αν τῶν Βα­ΐ­ων εἰς τό Κυ­ρια­κόν. Με­τά τήν ἀ­γρυ­πνί­αν εἰς τό Συ­νο­δι­κό κα­τά τό κέ­ρα­σμα κά­ποι­ος εἶ­πε:
–Πῶς ἐ­ξέ­πε­σε ἡ κα­λο­γε­ρι­κή σή­με­ρα; Δέν ὑ­πάρ­χουν ἀ­να­χω­ρη­τές πα­τέ­ρες, ὅ­πως τόν πα­λαι­όν και­ρό.
»Τότε ἐξ ἀ­προ­σε­ξί­ας ἤ συ­ναρ­πα­γῆς εἶ­πα κι ἐ­γώ:
–Καί σή­με­ρα ὑ­πάρ­χουν μέ τήν χά­ριν τοῦ Χρι­στοῦ.
»Καί εἰς τήν ἐ­ρώ­τη­σιν ποῦ;
–Νά, ἐ­δῶ πά­νω εἰς τόν Αἴ­μο­να (πρό­βου­νο τοῦ Ἄ­θω) καί ἔ­δει­ξα μέ τό χέ­ρι μου.
»Σέ ὅ­λους ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση ἡ ὁ­μο­λο­γί­α μου, ἀλλά δέν μέ ρώ­τη­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο, δι­ό­τι κου­ρα­σμέ­νοι ἀ­πό τήν ὁ­λο­νύ­κτιον ἀ­γρυ­πνί­αν καί ἐ­ξαν­τλη­μέ­νοι ἀ­πό τήν νη­στε­ί­αν τῆς Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς ἑ­τοι­μά­ζον­το ν᾿ ἀ­να­χω­ρή­σουν. Ἀ­νε­χώ­ρη­σα καί ἐ­γώ διά τό ἐ­ρη­μη­τή­ριό μου με­τα­με­λη­μέ­νος διά τήν ἀ­πο­κά­λυ­ψιν.
»Τήν Με­γά­λην Πέμπτην εἰς τήν Λει­τουρ­γί­αν φά­νη­κε καί πά­λιν ὁ νέ­ος ἐ­κεῖ­νος μο­να­χός καί μέ ἕ­να νεῦ­μα μοῦ ἐ­ξή­γη­σε τόν σκο­πόν. Ὅ­ταν ἐ­τε­λε­ί­ω­σα τήν Λει­τουρ­γί­αν, πῆ­ρα τά Ἅ­για καί ἀ­κο­λου­θών­τας αὐ­τόν φθά­σα­με καί πά­λι στήν σπη­λιά. Ἐ­κεῖ ἀ­φοῦ με­τά­λα­βαν τά ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια, μοῦ εἶ­πε ὁ γε­ρον­τό­τε­ρος ἀπ᾿ αὐ­το­ύς:
–Για­τί, ἅ­γι­ε Πνευ­μα­τι­κέ, πα­ρέ­βης τήν ἐν­το­λήν μας καί μᾶς ἀ­πε­κά­λυ­ψες εἰς το­ύς ἀ­δελ­φο­ύς; Ἐ­γώ δέ ἀ­φοῦ δέν ἀ­πε­κρί­θη­κα, ἐ­κεῖ­νος συ­νέ­χι­σε:
–Δέν πει­ρά­ζει, εἶ­πεν, ἀλ­λά διά τήν ἀ­κρι­το­μύ­θι­άν σου αὐ­τήν, νά μήν ἔλ­θης τοῦ χρό­νου μέ τά ἅ­για Μυ­στή­ρια, ἐ­άν δέ ἔλ­θης, θά μᾶς βρεῖς ὅ­πως θέ­λει ὁ Πα­νά­γα­θος Θε­ός, ἀλ­λά πα­ρα­κα­λοῦ­με καί πά­λιν νά μή μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­ψης.
»Ἔ­φυ­γα μό­νος μου πιά καί ἐ­ξε­στη­κώς διά τά πα­ρά­ξε­να αὐ­τά πρό­σω­πα καί πῶς ἔ­μα­θαν αὐ­τά πού εἶ­πα στό Κυ­ρια­κόν τῆς Σκή­της, κα­τέ­λη­ξα τε­λι­κά στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι πρό­κει­ται γιά ἁ­γί­ους ἄν­δρες.
»Ἀ­φοῦ πέ­ρα­σε ἕ­νας χρό­νος, πῆ­ρα μό­νον ἀν­τί­δω­ρον καί ἁ­για­σμόν, ἀ­νέ­βη­κα μέ πο­λύν κό­πον εἰς τήν σπη­λι­άν καί βρῆ­κα καί το­ύς τρεῖς γέ­ρον­τες νε­κρο­ύς. Ὁ τέ­ταρ­τος νέ­ος ἀ­σφα­λῶς ἦ­ταν Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου πού το­ύς ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε. Ἦ­σαν σέ ὕ­πτιαν στά­σιν (ἀ­νά­σκε­λα) στό ἔ­δα­φος μέ ἤ­ρε­μον σχῆ­μα ἔ­χον­τες σταυ­ρω­μέ­να τά χέ­ρια τους στό στῆ­θος. Ἀ­φοῦ γο­νά­τι­σα, ἀ­σπά­σθη­κα τά χέ­ρια τους καί τά μέ­τω­πά τους· ὡς δέ συ­νε­πέ­ρα­να ἀ­πό τήν ξη­ρό­τη­τα τῶν ἁ­γί­ων λει­ψά­νων τους, εἶ­χαν ἀ­πέλ­θει πρός τάς αἰ­ω­νί­ους μο­νάς τήν αὐ­τήν ἡ­μέ­ραν τῆς Με­γά­λης Πέμπτης, ὁ­πό­τε εἶ­χαν με­τα­λά­βει τῶν ἀ­χράν­των Μυ­στη­ρί­ων»[1].
     Κά­ποι­α ἄλ­λη φο­ρά ἐ­νῶ ὁ πα­πα–Γρη­γό­ρης τε­λεί­ω­νε τήν θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α καί πρίν ἀ­κό­μη κα­τα­λύ­ση, κα­θώς ἦ­ταν μό­νος του, πα­ρου­σι­ά­στη­καν ἑ­πτά ἀ­σκη­τές πού ἦ­ταν ρα­κεν­δύ­τες, ἀλ­λά ἔ­λαμ­παν ἀ­πό τήν θε­ί­α χάρι. Ἕ­να φῶς το­ύς συ­νώ­δευ­ε. Εἶ­παν στόν Πνευ­μα­τι­κό πού το­ύς ἔ­βλε­πε ἔκ­πλη­κτος: «Ἅ­γι­ε Πνευ­μα­τι­κέ, γνω­ρί­ζου­με τήν πο­λι­τε­ί­α σου. Ἐ­μεῖς μέ­νο­με ἐ­δῶ πιό πά­νω καί σέ πα­ρα­κα­λοῦ­με νά ἐρ­χώ­μα­στε νά μᾶς με­τα­λαμ­βά­νης. Μόνο σέ δε­σμε­ύ­ου­με νά μήν πῆς σέ κα­νέ­να αὐ­τό πού εἶ­δες, δι­ό­τι τό­τε δέν θά μᾶς ξα­να­δεῖς».
Ὁ πα­πα–Γρη­γό­ρης δέ­χθη­κε· ἔτσι γιά και­ρό ἔρ­χον­ταν οἱ ἑ­πτά γυ­μνοί–ἀ­ό­ρα­τοι2 ἀ­σκη­τές καί το­ύς κοι­νω­νοῦ­σε. Τήν ἡ­μέ­ρα πού ἐ­γνώ­ρι­ζε ὅ­τι θά ἔρ­θουν οἱ ἀ­ό­ρα­τοι–γυ­μνοί ἀ­σκη­τές δέν κα­τέ­λυ­ε τά ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια, ἀλ­λά το­ύς πε­ρί­με­νε προ­σευ­χό­με­νος. Ἔ­μπαι­ναν ἀ­πό τό πα­ρα­πόρ­τι μέ εὐ­σχη­μο­σύ­νη καί εὐ­πρέ­πεια ὁ­σια­κή, μέ βῆ­μα ἤ­ρε­μο καί τα­πει­νό, ὁ ἕ­νας ὄ­πι­σθεν τοῦ ἄλ­λου, ἀ­στρά­πτον­τες ἀ­πό τήν χά­ριν τῆς ἀ­σκη­τι­κῆς ζω­ῆς καί μέ εὐ­λά­βεια καί κα­τά­νυ­ξη με­τε­λάμ­βα­ναν τοῦ Ἀ­χράν­του Σώματος καί Αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου. Πάντα ἦ­ταν σι­ω­πη­λοί καί μέ μι­κρή ὑ­πό­κλι­ση, ζη­τοῦ­σαν συγ­χώ­ρε­ση καί εὐ­χα­ρι­στοῦ­σαν τόν Πνευ­μα­τι­κό πού το­ύς κοι­νω­νοῦ­σε. Αὐ­τός φύ­λα­γε καλά τό μυ­στι­κό καί χαι­ρό­ταν πού δι­α­κο­νοῦ­σε το­ύς ἁ­γι­α­σμέ­νους αὐ­το­ύς μο­να­χο­ύς.
Κάποια φο­ρά ὅ­μως πῆ­γε νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ ἕ­νας νέ­ος μο­να­χός πνιγ­μέ­νος στο­ύς λο­γι­σμο­ύς, ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος καί ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος νά βγῆ στόν κό­σμο, προ­φα­σι­ζό­με­νος ὅ­τι στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος δέν ὑ­πάρ­χει ἀ­ρε­τή. Ὁ Πνευ­μα­τι­κός προ­σπά­θη­σε νά τόν με­τα­πε­ί­ση λέ­γον­τάς του ὅ­τι αὐ­τοί οἱ λο­γι­σμοί εἶ­ναι σα­τα­νι­κοί, ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἀ­ρε­τή, ἀλ­λά εἶ­ναι κρυμ­μέ­νη καί δέν φα­ί­νε­ται. Ὁ νέ­ος τοῦ ζη­τοῦ­σε χει­ρο­πια­στά πα­ρα­δείγ­μα­τα νά πει­σθῆ. Τότε ὁ Πνευ­μα­τι­κός, γιά νά σώ­ση μί­α ψυ­χή, ἀ­πε­κά­λυ­ψε τό κε­κρυμ­μέ­νο μυ­στή­ριο στό νέ­ο. Ὅ­ταν ἦ­ταν ἡ ἡ­μέ­ρα πού θά ἔρ­χον­ταν οἱ ἑ­πτά ἀ­σκη­τές νά κοι­νω­νή­σουν, ἔ­βα­λε τό νέ­ο σ᾿ ἕ­να κελ­λί ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α νά κρυ­φο­βλέ­πη. Ἀ­φοῦ ἦρ­θαν ὡς συ­νή­θως καί κοι­νώ­νη­σαν, τοῦ εἶ­πε ὁ τε­λευ­ταῖ­ος: «Ἅ­γι­ε Πνευ­μα­τι­κέ, σ᾿ εὐ­χα­ρι­στοῦ­με πού τό­σα χρό­νια μᾶς με­τα­δί­δης τά Ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια. Ἐ­πει­δή ὅ­μως πα­ρέ­βης τήν συμ­φω­νί­α μας καί ἀ­πε­κά­λυ­ψες τό μυ­στι­κό μας, ἄλ­λη φο­ρά δέν θά μᾶς ξα­να­δεῖς».
Ὁ μέν νέ­ος μο­να­χός πού εἶ­χε τόν πει­ρα­σμό συγ­κλο­νί­στη­κε ἀ­πό ὅ­σα εἶ­δε καί μέ δά­κρυ­α καί συν­τρι­βή ζή­τη­σε συγ­χώ­ρη­ση ἀ­πό τόν Πνευ­μα­τι­κό, ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος πλέ­ον νά πα­ρα­με­ί­νη στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί νά ἀ­γω­νι­σθῆ γιά τήν σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς του. Ὁ δέ Πνευ­μα­τι­κός τοῦ εἶ­πε λυ­πη­μέ­νος: «Ἐ­σύ ὠ­φε­λή­θη­κες, ἀλ­λά ἐ­γώ ἐξ αἰ­τί­ας σου ἔ­χα­σα τόν πο­λύ­τι­μο θη­σαυ­ρό μέ­σα ἀ­πό τά χέ­ρια μου».
Ἔ­κτο­τε ὁ πα­πα–Γρη­γό­ρης πε­ρι­έ­πε­σε σέ βα­θειά θλί­ψη γιά τήν ἀ­πώ­λεια τῆς ἐ­πα­φῆς μέ το­ύς ἰ­σαγ­γέ­λους αὐ­το­ύς ἁ­γί­ους Ἀ­να­χω­ρη­τές, το­ύς γυ­μνο­ύς καί ἀ­ο­ρά­τους, καί προ­ϊ­ο­ύ­σης τῆς ἡ­λι­κί­ας του ἐ­κοι­μή­θη τό ἔ­τος 1899, ἄ­γων τό ἐ­νε­νη­κο­στόν ἔ­τος τῆς ἡ­λι­κί­ας του. Προ­η­γου­μέ­νως δι­η­γή­θη­κε στήν συ­νο­δ­ί­α του μέ κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια γιά το­ύς γυ­μνο­ύς καί ἀ­ο­ρά­τους ἀ­σκη­τές, πρός οἰ­κο­δο­μήν, ὠ­φέ­λεια, πα­ρα­δειγ­μα­τι­σμόν καί πρός δό­ξαν Θε­οῦ.   
     Ἡ κά­ρα τοῦ φη­μι­σμέ­νου Πνευ­μα­τι­κοῦ κα­τά τήν ἀ­να­κο­μι­δή τῶν ὀ­στῶν του εἶ­χε τό χρῶ­μα τῶν ἁ­γί­ων Λει­ψά­νων καί ἀρ­κε­τοί αἰ­σθάν­θη­καν νά εὐ­ω­δι­ά­ζη.
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.
Τό Κελλί του, ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου.
Ἀ­πό τόν κῆ­πο τοῦ παπ­ποῦ, ἔκδ. τό Πε­ρι­βό­λι τῆς Πα­να­γί­ας, 1994, σελ. 71–74.
  1. Σύμφωνα μέ τήν ζῶ­σα καί πολ­λα­πλῶς βε­βαι­ω­μέ­νη ἁ­γι­ο­ρε­ί­τι­κη πα­ρά­δο­ση ὑ­πάρ­χουν ἑ­πτά ἤ κατ᾿ ἄλ­λους δώ­δε­κα μο­να­χοί, πού ζοῦν στόν Ἄ­θω­να τήν τε­λει­οτά­τη ἀ­σκη­τι­κή ζωή καί προ­σε­ύ­χον­ται συ­νε­χῶς γιά ὅ­λον τόν κό­σμο. Ὅ­ταν πε­θα­ί­νη κά­ποι­ος, πα­ίρ­νει ἄλ­λος τήν θέ­ση του καί μέ­νει στα­θε­ρός ὁ ἀ­ριθ­μός. Κα­τα­χρη­στι­κῶς λέ­γον­ται «γυ­μνοί», δι­ό­τι φο­ροῦν πα­λαιά ρά­σα. Ἔ­χουν καί τό χά­ρι­σμα τῆς ἀ­ο­ρα­σί­ας. Ὅ­ταν δηλαδή θέ­λουν, γί­νον­ται ἀ­ό­ρα­τοι ἀ­πό το­ύς ἀν­θρώ­πους.