Κάποτε στην άκρη ενός χωριού ζούσε ένας γέρος. Μια μέρα ένας ταξιδιώτης που έφτασε στο χωριό από ένα μακρινό τόπο, πλησίασε τον γέρο και ρώτησε: «Πώς είναι οι άνθρωποι του χωριού»;
Ο γέροντας τον κοίταξε και τον ρώτησε:
«Πώς βρίσκεις τους ανθρώπους στο δικό σου τόπο;»
Ο ταξιδιώτης σάστισε λίγο και μετά απάντησε πως το χωριό του ήταν γεμάτο έγκλημα, βία κι επιθετικότητα και οι άνθρωποι ήταν εντελώς αναξιόπιστοι. Τότε ο γέροντας μουρμούρισε λυπημένα: «Νομίζω πως κι εδώ τα ίδια θα βρείς».
Πέρασε λίγος καιρός κι ένας επόμενος ταξιδώτης σταμάτησε και ρώτησε τον γέρο: «Πώς είναι οι άνθρωποι στο χωριό αυτό»; Εκείνος ανταπάντησε πάλι:
«Πώς τους βρίσκεις στο δικό σου τόπο»;
Ο ταξιδιώτης χαμογέλασε και ξεκίνησε να λέει στον γέρο πόσο φιλικοί, καλοσυνάτοι και συμπονετικοί ήταν οι κάτοικοι στο χωριό του. Ο γέροντας τον κοίταξε, του χαμογέλασε πίσω και του είπε: «Έτσι θα τους βρεις και δω».