ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

«Διώξε τους Άγιε μου. Διώξε τους!»

Φωτογραφία του Τιμόθεος Ηλιάκης.
ΔΙΠΛΟ ΟΝΕΙΡΟ
«Σού’ ταξα αυτό το χαρτάκι. Διάβασέ το!», μου είπε ο γέρο-Κορφιάτης την ημέρα της περιφοράς του Αγίου στην Κέρκυρα (11 Αυγούστου) και μου έδειχνε ένα κομμάτι χαρτί ζαρωμένο και κιτρινιασμένο.
-Πως τό’ χω στα χέρια μου; μη ρωτάς. Διάβασέ το!
«Ορκιζόμαστε στη μεγάλη χάρη του, εμείς, Διάκος Συμεών –σκευοφύλακας του Παναγίου Ναού του- και Χαράλαμπος Καμπονέρης –εκκλησιάρχης-, πως τα μεσάνυχτα κι έπειτα – δε θυμόμαστε καλά- δεκαπέντε με δεκάξι Αύγουστο μήνα του 1716, ο Άγιος άφησε το κουβούκλι του για μιά-δυό ώρες κι ύστερα βρέθηκε πάλι μέσα. Τούτο για όσους δεν πιστεύουν.»
 -Σου’ ταξα πως θα σου το δείξω - εξακολούθησε να μου λέγει ο γέρος - μα και συ θα γράψεις τα όσα σου είπα, όπως τα άκουσα από τον πατέρα μου, κι’ εκείνος από τον δικό του, κι έτσι ως πέντε γενεές που φθάνει στο στόμα του ίδιου του Χαράλαμπου.
Του υποσχέθηκα του γέρου και τα γράφω.

«Ημερόνυχτα τα κανόνια ολόγυρα στην πόλη. Ο Ενετός ναύαρχος είχε μαζευτεί κάτω από τα τείχη και άφησε το στόλο των απίστων να αράξει στον ήσυχο γιαλό του Ίψου και στα Γουβιά, τον Αύγουστο του 1716. Ήταν η δεύτερη φορά που οι Τούρκοι πατούσαν την Κέρκυρα. Μέσα στην πόλη φόβος και τρόμος. Έτρεχαν στο παλαιό φρούριο, σήκωσαν το γεφύρι και αφέθηκαν στο έλεος του Θεού.
Μόνον ο στρατάρχης, ψύχραιμος, μάζεψε τη λίγη φρουρά από Ενετούς και Έλληνες, πήρε και μερικά παλληκάρια από την πόλη, έκλεισε την πύλη του παλαιού φρουρίου και ανάγκασε τον κόσμο: τους νέους να οπλισθούν, τους γέρους τα παιδιά και τις γυναίκες να κουβαλούν χώμα, να βοηθούν στους προμαχώνες και να περιποιούνται τους πληγωμένους.

Ο κόσμος, δειλά-δειλά κάθε δειλινό, εμαζεύετο μπροστά στη μικρή πλατεία του Αγίου και όλοι, ορθόδοξοι και λατίνοι, έμπαιναν απο τη μια θύρα, προσκυνούσαν, και έβγαιναν με πιό θάρρος από την άλλη.

Ο εκκλησιάρχης μαζί με το διάκο έκαναν νυχτέρι κάθε βράδυ, φύλακες άγρυπνοι μέσα στο Ναό, έτοιμοι με την πρώτη προσταγή να κατεβάσουν τον Άγιο με τη λάρνακα μέσα στην καταπακτή που είχαν ανοίξει μυστικά στο πλάϊ της Αγίας Τραπέζης, για να τον γλιτώσουν από τα χέρια των απίστων. Κι αυτό ήταν που τον πείραζε περισσότερο τον αγαθό και απλοϊκό χωριάτη, που τριάντα χρόνια είχε στην υπηρεσία του Αγίου. Πώς θα τον ταπείνωναν έτσι τον Άγιο; Τον Άγιο, που τον έβλεπε τόσα χρόνια να κάνει χάρες, να σώζει κόσμο, να έχει τόση δύναμη!
Και κάθε βράδυ, σα γύριζε στην εκκλησία, πήγαινε κουνώντας τα χέρια καταπάνω στον φοβισμένο Συμεών και του έλεγε:
«Θα το ιδείς, που δε θα γίνει αυτό!, δε θέλει να μπει εκεί μέσα! όχι! θα τους διώξει τους απίστους, θα τους διώξει σου λέω, όπως τις άλλες έδιωξε τη πανούκλα!!»
Κι έπειτα γύριζε κατά την ασημένια του λάρνακα και τα χείλη του άρχιζαν να κινούνται και να ψιθυρίζουν σιγά-σιγά.
Τι έλεγε; ο διάκος δεν άκουγε. Μόνον τον έβλεπε -ύστερα από τον σταυρό του- να κάνει χειρονομίες και νοήματα κοιτάζοντας κατά πρόσωπο τον Άγιο, σαν να του έλεγε: «Σύμφωνοι είμαστε!»
Έπειτα τραβούσε για το στασίδι του, που κάθε νύχτα μισαγρυπνούσε, για να είναι πάντα έτοιμος...!!

Ήταν κοντά μεσάνυχτα, της Παναγιάς, δεκαπενταύγουστο στα 1716...!!!
Ούτε μια κανονιά εκείνη τη βραδιά! Γαλήνη και στους μαχητές και στη φύση. Μιά βουβή ησυχία από εκείνες που γίνονται πριν έλθει η μεγάλη τρικυμία.

Στον Άγιο οι θύρες είχαν κλείσει από νωρίς. Ο Χαράλαμπος, από το πρώτο στασίδι, αντίκριζε κατά πρόσωπο τον Άγιο, εκεί στη δεξιά πύλη και, καθώς το φως της κανδήλας του τρεμόσβηνε, του φαινόταν πως εκείνο το μελαψό προσωπάκι μέσα από το τζάμι... εκινείτο, του έκανε... νοήματα κι αυτός άρχιζε τότε τα παρακάλια και ψιθύριζε...:«Διώξε τους Άγιε μου, ΔΙΩΞΕ ΤΟΥΣ»

Έξαφνα μέσα στην απέραντη εκείνη γαλήνη αντήχησε η πρώτη κανονιά και αμέσως άρχισαν απ’ όλες τις μεριές. Τα τζάμια της εκκλησίας έτριζαν.
Κάτω, μακριά, ακούοντο οι αλαλαγμοί των απίστων, που σε μιά τελευταία ξαφνική έφοδο, με τα κεφάλια σκυμμένα κάτω, ωρμούσαν για να τελειώσουν μια ώρα αρχύτερα. Πάτησαν τον πρώτο προμαχώνα, τους ζεμάτισαν από πάνω με λάδι, τους κεραύνωναν από τα τείχη. Αυτοί έμεναν θηρία. Ατάραχοι!
Μέσα στην πόλη φωνές, κλάματα παιδιών, παρακλήσεις…! Αστραπές και αστροπελέκια έσχιζαν που και που το βαθύ σκοτάδι, μέσα στα στενά δρομάκια, όπου παράδερνε πλήθος έτοιμο για σφαγή…, παιδιά για αλλαξοπιστία...!

Ο Διάκος Συμεών και ο Χαράλαμπος ο εκκλησιάρχης, ακίνητοι από το φόβο, όρθιοι πάνω στα στασίδια τους, εγύρισαν... κοιτάχτηκαν και είπαν με τα μάτια: «...Ώρα είναι...!»

Ετοίμασαν το γερό σχοινί, κοίταξαν το βαθύ άνοιγμα και πρίν αρχίσουν έπεσαν και οι δύο μπροστά στη λάρνακα, για να τον προσκυνήσουν τελευταία φορά.

Γεμάτοι από κατάνυξη, έτοιμοι για την τελευταία τους ώρα, έδιναν και οι δύο την ψυχή τους όλη εκείνη τη στιγμή και είχαν σηκωθεί ψηλά, επάνω από τα γήινα και είχαν λησμονήσει τη δουλειά τους και τον άγιο σκοπό τους. Μόνο σα μέσα σε όνειρο, σα να ήρχοντο από άλλον κόσμο, άκουαν αόριστες, συγκεχυμένες ομιλίες..., φωνές σπαρακτικές..., γόους γερόντων, παιδιών κλάματα και παρακλήσεις γυναικών: «Σώσε μας Άγιέ μου ...!!!! Διώξε τους απίστους ...!!!!»

Μια αστραπή γέμισε το χώρο με φως τυφλωτικό και έλαμψαν εικόνες, μανουάλια και κανδήλες. Άστραψε όλη η λάρνακα και, με κρότο βροντής μεγάλης, τα τζάμια μπροστά από την ορθή θήκη – θρόνο ατίμητο – άνοιξαν και μια ευωδία πλημμύρισε το Ναό...!
Τα μάτια του Διάκου και του εκκλησιάρχη... έκθαμβα, καρφώθηκαν εκεί, στα σκαλιά του τέμπλου...!

... Ένα γεροντάκι μελαψό..., καμπουριασμένο..., με το κεφάλι γυρτό στα πλάγια..., ακουμπώντας το δεξί χέρι στην πατερίτσα..., ντυμένο στη χρυσοποίκιλτη πορφύρα..., με τις χρυσές παντούφλες..., κατέβαινε σιγά-σιγά τα σκαλοπάτια, έσχισε την εκκλησία από την μια άκρη στην άλλη… και με βήμα συρτό..., ήσυχο..., -σχεδόν εναέριο-, χάθηκε στα σκοτεινά βάθη του Ναού! Οι εικόνες έτριζαν..., το τέμπλο σειότανε..., οι κανδήλες έσβηναν και σκοτάδι βαθύ χύθηκε τριγύρω.
Όταν συνήλθαν, ένα θαμβό φως έμπαινε από τα ψηλά και στενά παράθυρα.

Η λάρναξ όρθια στην δεξιά πύλη…, τα τζάμια κλειστά... και μέσα το... μελαψό προσωπάκι, γυρμένο και ακουμπισμένο στο πλάι, ίδιο και απαράλλακτο...! Μόνο τους φάνηκε πως ένα... θείο χαμόγελο ανθούσε στα ξηρά, σφιγμένα, χείλη του...!

Γύρισε ο ένας στον άλλο και ρώτησε:
- Είδες Χαράλαμπε;
- Είδα Διάκο! Το είδες και συ;
- Ναι! Μήπως και ήταν όνειρο;;
- Τότε πώς το είδαμε κι οι δυό μαζί;;
- Δίκιο έχεις !

...Δεν είπαν τίποτ’ άλλο... Άκουσαν θόρυβο έξω και ύστερα από λίγο άνοιξαν δυνατά οι πόρτες του ναού και όρμησε μέσα ένα πλήθος... νέοι, γέροι, στρατιώτες, πολίτες, χωρικοί, ορθόδοξοι και λατίνοι!
Γονάτιζαν και μέσα στις ευχαριστίες το θαύμα από στόμα σε στόμα έκανε φτερά και γύρισε όλη την πόλη σε μια στιγμή. Και έλεγαν πως ανάμεσα στις αστραπές και το χαλασμό, έξαφνα, εκεί στον ψηλότερο προμαχώνα, οι Τούρκοι αντίκρισαν έναν καλόγερο γίγαντα. Κρατούσε με το ένα χέρι το σπαθί και με το άλλο έναν πελώριο Σταυρό που έφθανε ως τα σύννεφα! Και ήταν έτοιμος να ορμήσει...! Οι Τούρκοι θορυβήθηκαν…, άρχισαν να φεύγουν..., να τρέχουν..., να χάνονται...! Ο ουρανός έριχνε ποτάμια από πάνω..., ο Σταυρός έλαμπε κάθε φορά, από τα σύννεφα ως κάτω, σαν κεραυνός. Και αυτοί μπήκαν στα καράβια τους και πήγαν στην οργή του έλεγαν κι άλλα ...πολλά...!

Ο Χαράλαμπος γύρισε και κοίταξε το Διάκο: «Στο είπα Διάκο, στο είπα πως δεν το δεχόταν αυτό, να μπεί εκεί μέσα! Τον είδες; Τον είδες; Νάτο, πού πήγαινε εκείνη την ώρα!» και έφυγε τρεχάτος για το καμπαναριό και άρχισε να σημαίνει επίμονα, ακούραστα ένα τρελό καμπάνισμα και κοιτάζοντας πέρα προς το Βίδο, να φωνάζει όσο δυνατά μπορούσε:

«Άιστε άπιστοι...! Άιστε στην οργή του!... και σα θέλετε... ξαναπερνάτε πάλι...!»