ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Περί Πάτρης

Ὁ Ἀχιλλέας και ο Αἴαντας παίζουν πεντάγραμμα

Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
φιλολόγου-θεολόγου
Ὑπάρχουν στὸ λεξικὸ ὁρισμένα λήμματα πού, ἂν καὶ ἑρμηνεύωνται ἀπὸ τὸν λεξικογράφο, τὸ σημαινόμενό τους δὲν γίνεται ἀντιληπτὸ σὲ ὅλη τους τὴν ἔκταση ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν μετέχουν στὴν πολιτισμικὴ παράδοση ποὺ διακονεῖ ἡ γλῶσσα. Αὐτὴ ἡ διαφοροποίηση μεταξὺ τοῦ ἐκπεμπόμενου καὶ προσλαμβανομένου μηνύματος ὀφείλεται στὴν ἰδιαίτερότητα τῶν λέξεων αὐτῶν ποὺ ὀνομάζονται Hotwords. Εἶναι λέξεις πολιτισμικὰ φορτισμένες. Ἡ λέξη Queen ἐπὶ παραδείγματι δὲν ἠχεῖ τὸ ἴδιο σὲ ἕναν Ἕλληνα καὶ ἕναν Ἄγγλο· ὁ Ἕλληνας περιορίζεται στὴ γνωστικὴ διάσταση τοῦ μηνύματος σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Ἄγγλο ποὺ τὴν ἀντιλαμβάνεται σὲ ὅλη του τὴν ἔκταση.
Ἡ κατ’ ἐξοχὴν φορτισμένη πολιτισμικὰ λέξη στὰ Ἑλληνικὰ εἶναι ἡ πατρίδα, φορτωμένη μὲ μυστήριο καὶ ἀγάπη. Ἡ «πατρὶς γαῖα» (Ὀδ.α΄, 290) ἡ πατρικὴ χώρα – μητρὶς στὴ μητριαρχικὴ Κρήτη (Πλάτωνος Πολιτεία 575d) – εἶναι ἀπὸ τὸ λυκαυγὲς τῆς ἱστορίας μας ἡ μητρόπολη τοῦ πολιτισμοῦ, ὁ χῶρος ποὺ χαλκεύεται τὸ ἑλληνικὸ ἦθος, ποὺ σμιλεύονται τὰ μνημεῖα τοῦ λόγου καὶ τῆς τέχνης. Εἶναι τόσο γλυκειά, ποὺ τὸ νόστιμον ἧμαρ, ἡ ἡμέρα ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα, ἔγινε συνώνυμο τοῦ εὐχάριστου στὴ γεύση (νόστιμο φαγητό). Οἱ Ἕλληνες τὴν ὀνόμασαν πατρίδα, γιὰ νὰ μὴν τὴν περιορίσουν μόνο στὸν χῶρο. Πατρίδα εἶναι ἡ κληρονομιὰ τῶν πατέρων, εἶναι ἡ πίστη καὶ οἱ ἀρχές τους, ἀλλὰ καὶ ἡ γῆ ποὺ ὡς μητρικὴ ἀγκάλη φυλάσσει τὰ ὀστᾶ τους. Ἴσως μάλιστα ἡ ἐπιθυμία γιὰ τὴν τιμὴ τῶν νεκρῶν νὰ ἦταν ὁ βασικὸς λόγος ποὺ οἱ μακρινοί μας πρόγονοι ἀποφάσισαν νὰ ἐγκατασταθοῦν μόνιμα στὴν πατρίδα γαῖαν. Ὁ Πατριάρχης Ἰακὼβ ζητεῖ νὰ ταφεῖ στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας (Γεν. μζ΄ 29-31). Ἡ πανάρχαια μυκηναϊκὴ λέξη πατήρ ἔχει ἰδιαίτερη κοινωνικὴ ἀξία καὶ δηλώνει τὸν πατέρα ὡς ἀρχηγὸ τῆς οἰκογένειας καὶ ἐκπρόσωπο τῶν παλαιότερων γενεῶν· παράλληλα ἔχει καὶ θρησκευτικὸ περιεχόμενο, τὸ ὁποῖο διατηρεῖται μέχρι σήμερα. Ἀποκαλοῦμε τὸν Θεὸ Πατέρα («Πάτερ ἡμῶν»), τοὺς θεοφόρους διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας (Ἅγιοι Πατέρες), τοὺς ποιμένες μας (πάτερ, προσκυνῶ). Εἶναι λοιπὸν ἑπόμενο ὅλα τὰ ὁμόρριζα τοῦ πατέρα νὰ ἔχουν θετικὴ σήμανση· πατριώτης, πατρῷα ἤθη, πάτριοι νόμοι, πατρικὴ ἀγκάλη. Ἡ πατρίδα ἐξακολουθεῖ νὰ ἔχη ἰδιαίτερη χρωματικὴ (connotational) καὶ ἐκφραστικὴ (expressive) σημασία, παρὰ τὸν συστηματικὸ διωγμὸ ποὺ ὑπέστη καὶ ὑφίσταται ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τῆς ἄχρωμης, ἄοσμης καὶ ἄγευστης «πολυπολιτισμικότητας». Αὐτὸ τὸ γνωρίζουν καλὰ οἱ σύγχρονοι δημοκόποι, ποὺ καθ’ ὑποβολὴν τῶν ἐπικοινωνιολόγων ἀνέσυραν τὴν πατρίδα ἀπὸ τὴ λήθη, γιὰ νὰ πείσουν τὸν λαὸ νὰ ὑποβληθεῖ σὲ θυσίες. Πατρίδα γι΄ αὐτοὺς εἶναι βέβαια τὸ Χρηματιστήριο, τὰ ὁμόλογα καὶ ἡ οἰκονομικὴ εὐμάρεια. Τί σημασιολογικὴ διαστροφή! Σημεῖο τῶν καιρῶν! Πάντα ἐπίκαιρος ὁ μεγάλος ἱστορικός: «Καὶ ἄλλαξαν τὴν καθιερωμένη σημασία τῶν λέξεων, ὥστε νὰ ταιριάζη μὲ τὶς πράξεις τους. Ἔτσι, ἡ ἀσυλλόγιστη τόλμη λογιζόταν γενναιότητα καὶ ἀφοσίωση στὴν παράταξη, ἡ προνοητικὴ αὐτοσυγκράτηση εὔσχημο πρόσχημα δειλίας, ἡ σωφροσύνη πρόφαση ἀνανδρίας καὶ ἡ σφαιρικότερη θεώρηση τῶν πραγμάτων καθολικὴ ἀνικανότητα γιὰ δράση[…]» (Θουκυδίδου Ἱστορίαι Γ΄, 82,4). Ἀλλὰ ἐμεῖς «στῶμεν καλῶς»· στοιχούμενοι μὲ τὸν Ἀθηναῖο ἔφηβο ἀναφωνοῦμε: «Οὐκ αἰσχυνῶ τὰ ἱερὰ ὅπλα, οὐδὲ λείψω τὸν παραστάτην ὅτῳ ἂν στοιχήσω· ἀμυνῶ δὲ καὶ ὑπὲρ ἱερῶν καὶ ὁσίων καὶ οὐκ ἐλάττω παραδώσω τὴν πατρίδα, πλείω δὲ καὶ ἀρείω κατά τε ἐμαυτὸν καὶ μετὰ ἁπάντων» (Λυκούργου, Κατὰ Λεωκράτους 77).
Πατρίδα τοῦ ἀρχαίου Ἕλληνα ἦταν ἡ πόλις. Στὴ μυκηναϊκὴ ἐποχὴ ὀνόμαζαν πόλιν ἢ πτολίεθρον τὴν ἀκρόπολη, ἐνῷ τὴν κάτω πόλη ποὺ κατοικεῖται τὴν ἀποκαλοῦσαν ἄστυ. Ἡ λέξη ἀνάγεται στὴ ρίζα pel- «πύργος». Ἡ πόλις προσδιορίζεται μὲ ἐπίθετα ποὺ σημαίνουν «ὑψηλή», «ἀπόκρημνη» (Ἰλιάδα Ζ 88, 257, Υ52)· ἡ σημασία τοῦ φρουρίου διατηρεῖται γιὰ πολλοὺς αἰῶνες «καλεῖται… ἡ ἀκρόπολις μέχρι τοῦδε ἔτι ὑπ’ Ἀθηναίων πόλις» (Θουκυδ, 2,15) Ἡ πόλις περικλείει τὰ ἱερὰ καὶ τὸ ἀνάκτορο τοῦ βασιλέως. Προϊόντος τοῦ χρόνου ἡ πόλις ἄκρη κατέβηκε στὸ ἄστυ. Σιγὰ-σιγὰ γεννιέται τὸ ἑλληνικὸ θαῦμα, προϊὸν ἑνὸς ἐξελικτικοῦ ἅλματος, ἡ πόλις ἀλλάζει σημασία. Εἶναι ἡ κοινωνία ἡ πολιτική (Ἀριστοτέλους, Πολιτικὰ Α 1,1)· κοινωνία ἀπὸ τὸ κοινωνῶ «συμμετέχω σὲ κάτι», «παίρνω μέρος σὲ κάτι μαζὶ μὲ κάποιον ἄλλο»· ἡ πόλις γίνεται ὁμάδα πολιτῶν ποὺ συνεργάζονται, κοινότητα ἀνθρώπων ὅπου πρώτευε ἡ ἀνάγκη τοῦ κοινωνεῖν καὶ ὄχι τοῦ ἰδιωτεύειν. Ἰδιώτης εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν συμμετέχει στὴν κοινωνία τῆς πόλεως, γίνεται συνώνυμο τοῦ ἀμαθοῦς, τοῦ ἀνόητου, σημασία ποὺ διασώζεται στὸ ἀγγλικὸ idiot. Ἡ πόλις εἶναι κοινωνία φίλων (Ἀριστοτέλους Ἠθικὰ Εὐδήμεια 1242 α 10), εἶναι τὸ ὅλον ποὺ προηγεῖται τοῦ μέρους (Ἠθικὰ Νικομάχεια Α 2 12). Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ δημόσια κτήρια στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα εἶναι λαμπρά, ὀγκηρὰ καὶ μεγαλοπρεπῆ, ἐνῷ οἱ ἰδιωτικὲς κατοικίες ταπεινὲς καὶ μικρές. Ἡ πόλις βρίσκεται τώρα στὴν ἀγορά, τὸν τόπο ποὺ ἀγείρει «συγκεντρώνει» τοὺς πολῖτες γιὰ νὰ ἀγορεύσουν. Ἡ ἐξουσία δὲν εἶναι πλέον περιορισμένη στὸν ἄβατο χῶρο τοῦ βασιλικοῦ παλατιοῦ στὴν ἄνω πόλη, ἀλλὰ τοποθετεῖται ἐς τὸ μέσον τῆς κοινότητας, ἐκτίθεται στὴν ἀγορὰ καὶ μπορεῖ νὰ ἀσκηθεῖ ἀπὸ κάθε πολίτη, δηλαδὴ αὐτὸν ποὺ μετέχει κρίσεως καὶ ἀρχῆς, ποὺ γνωρίζει πὼς εἶναι ἴσος καὶ θέλει νὰ εἶναι ἴσος μὲ τοὺς ὁμοίους του ὡς πρὸς τὸν νόμο, ποὺ νέμει τὸ δίκαιο ἀπροσωπολήπτως. Δικάζεται στὴν Ἡλιαία ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, διαμορφώνει τὸ ἦθος του ἀπὸ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῆς πόλεως, ὁμιλεῖ τὴν ἴδια γλώσσα, λατρεύει τοὺς ἴδιους θεούς, ἀνήκει στὸ ἴδιο ἔθνος, ποὺ εἶναι κατὰ τὸν Ἡρόδοτο τὸ «ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα» (Βιβλίο «Οὐρανία» 144, 14- 16). Ἀπὸ τὴ σοφία τῆς Ἑλληνικῆς: ἦθος, ἔθος, ἠθική, ἔθιμο, ἔθνος ἀνάγονται στὴν ἴδια ρίζα. Σὲ αὐτὴν τὴν πόλη τὸ ἄτομο εἶναι λειτουργικὰ ἀνύπαρκτο· αὐτὸς ποὺ δὲν ἀνήκει στὴν πόλη, ὁ ἄπολις, εἶναι ἀφρήτωρ (χωρὶς συγγενεῖς), ἀθέμιστος (χωρὶς νόμους), ἀνέστιος (δίχως σπιτικὸ) (Ἰλιάδα Ι 63) καὶ ἄτιμος, χωρὶς τιμή, δηλαδὴ χωρὶς πολιτικὰ δικαιώματα. Ἂς ἀναλογιστῆ ὁ ἀναγνώστης τὴν καισαρικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν ὑπήκοο, τὸν ὑποτασσόμενο, ποὺ ὑπακούει (ὑπὸ + ἀκοὴ) σὲ νόμους ποὺ τοῦ ἐπιβάλλονται ἀπὸ ἕνα ἐχθρικὸ κράτος (κράτος σημαίνει νομιμοποιημένη βία, ἀπὸ τὸ ἐπίθετο κρατὺς «ἰσχυρός»), ἀπὸ τὸν πολίτη ποὺ μετέχει στὰ κοινά, ποὺ ψηφίζει τοὺς νόμους του, ποὺ διαχειρίζεται τὴν κληρονομιά του. Νὰ λοιπὸν γιατὶ ὁ μέτοχος τῆς ἑλληνικῆς παιδείας Ἀπόστολος Παῦλος ἐπιλέγει τὴν πόλιν γιὰ νὰ δηλώση τὴν πατρίδα τοῦ Χριστιανοῦ, τὴν ἄνω πόλιν, τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ.13, 14).
ΤΡΙΗΡΗΣ 
Στὸ ἴδιο ἐννοιολογικὸ πεδίο μὲ τὴν πατρίδα καὶ τὴν πόλιν ἀνήκει καὶ ἡ Κοινότητα, ποὺ συνεχίζει τὴν παράδοση τῆς πόλεως, προσαρμοσμένη στὶς νέες περιστάσεις ποὺ προέκυψαν μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων (Κων. Παπαρηγόπουλου, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τομ.5, μερ.2, σελ.115). Ἡ Κοινότητα (κοινός, κοινωνία, κοινωνῶ) «μὲν τὴν ἐξ ὁρισμοῦ μέθεξη καὶ συνεργασία τῶν μελῶν της ἐπιζητεῖ τὴ μεγιστοποίηση τῶν ἱστορικά, οἰκονομικά, κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ ὑφισταμένων δυνατοτήτων καὶ πόρων μὲ στόχο τὴν ὑλική, πολιτιστικὴ καὶ ἐθνικὴ ἐπιβίωσή τους, καθὼς καὶ στὴν ἄμυνα ἀπὸ πιέσεις καὶ ἐπιβουλὲς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν περιβάλλοντα κοινωνικὸ χῶρο […] ἀσκεῖ κοινωνικὴ πολιτική […] ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν παιδεία… ἱδρύει καὶ συντηρεῖ βιβλιοθῆκες καὶ τυπογραφεῖα» (Γ.Β. Καββαδία, Ἐπανάσταση καὶ κοινωνικὴ δυναμική. 1821, ἐκδ. Ν. Σάκκουλα, Ἀθῆνα-Κομοτηνὴ 1996, σ. 155).
Εἶναι πράγματι ἀξιοθαύμαστο ὅτι οἱ Ἕλληνες κατορθώνουν νὰ διασώσουν τὴν πολισμικὴ καὶ διοικητική τους παράδοση μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἑκατονταετίες τῆς δουλείας. Καὶ ἀκόμα πιὸ ἀξιοθαύμαστο ὅτι ἡ παράδοση αὐτὴ ἀποτυπώνεται στὴ γλῶσσα· κοινότητα εἶναι αὐτὴ ποὺ διασώζει τὰ κοινά, τὶς κοινὲς ἀξίες, τὸν κοινὸ τρόπο ζωῆς ποὺ ἔχει ὡς πρότυπο τὶς πρωτοχριστιανικὲς κοινότητες: «ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς. 43 Ἐγένετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος, πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο. 44 πάντες δὲ οἱ πιστεύσαντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά, 45 καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε· 46 καθ’ ἡμέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἱερῷ, κλῶντές τε, κατ’ οἶκον ἄρτον, μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας, 47 αἰνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἔχοντες χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν. ὁ δὲ Κύριος προσετίθει τοὺς σῳζομένους καθ’ ἡμέραν τῇ ἐκκλησίᾳ» (Πραξ.β, 42-47).
Ἀκατάλυτος δεσμὸς ἑνότητας τῶν Ἑλλήνων, τὸ κυριότερο γνώρισμα τῆς ταυτότητάς μας εἶναι ἡ χριστιανικὴ πίστη. Ἡ χριστιανικὴ πίστη ὡς κριτήριο μείζονος σημασίας γιὰ τὴ διάκριση καὶ τὸν προσδιορισμὸ τῶν Ἑλλήνων σημαίνεται στὴ λέξη Γένος. Τὴν ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας πατρίδα τῶν Ρωμηῶν εἶναι τὸ Γένος, δηλαδὴ ὅσοι ἀνήκουν στὴν οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ὡς τιθηνὸς τοῦ Γένους γαλουχεῖ μὲ τὴ γνήσια διδασκαλία της τοὺς συγγενεῖς, ὅσους ἀνήκουν στὸ ἴδιο γένους, τοὺς ὁποίους ἀναγεννᾶ πνευματικὰ καὶ τοὺς καθιστᾶ γενναίους. Καὶ πάλι τὸ ἔτυμον τῶν λέξεων εἶναι ἀποκαλυπτικό: γένος, γνήσιος, γεννῶ, ἀναγεννῶ, γενναῖος συγγενεύουν.
Ἡ ἱστορικὴ ἐπιβίωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ πραγματώνεται μέσα ἀπὸ τὴν παράδοση (παρὰ+δίδωμι), δηλαδὴ ὅ,τι μᾶς παρέδωσαν οἱ πατέρες. Ἡ κληρονομιὰ αὐτὴ μᾶς παραδόθηκε χέρι μὲ χέρι, εἶναι «πρᾶγμα τζιβαϊρικόν, πολυτίμητο», ὅπως θὰ μᾶς ἔλεγε ὁ Mακρυγιάννης. «Βρισκόμαστε σ’ ἕνα σταυροδρόμι, δὲν ἤμασταν ποτὲ ἀπομονωμένοι μείναμε πάντα ἀνοιχτοὶ σ’ ὅλα τὰ ρεύματα Ἀνατολὴ καὶ Δύση καὶ τ’ ἀφομοιώναμε θαυμάσια τὶς ὧρες ποὺ λειτουργούσαμε σὰν εὔρωστος ὀργανισμός. Συνταραζόμαστε κι ἐμεῖς, δικαιολογημένα ἢ ἀδικαιολόγητα, ἀπὸ διαδοχικὲς κρίσεις, ἀποκαλυπτικὲς ἐφευρέσεις καὶ φόβους, ποὺ δὲν ἀφήνουν τὸν ἀνθρώπινο νοῦ νὰ ἠρεμήσει σὰν τὴν καλαμιὰ στὸν κάμπο. Μπροστὰ σ’ αὐτά, τί μᾶς μένει γιὰ νὰ βαστάξουμε ἂν ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας; […]
Ἡ προσωπική μου ἐμπειρία μοῦ δείχνει πὼς τὸ πρᾶγμα ποὺ μὲ βοήθησε, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, δὲν ἦταν οἱ ἀφηρημένοι στοχασμοὶ ἑνὸς διανοουμένου, ἀλλὰ ἡ πίστη καὶ ἡ προσήλωσή μου σ’ ἕναν κόσμο ζωντανῶν καὶ περασμένων ἀνθρώπων στὰ ἔργα τους, στὶς φωνές τους, στὸ ρυθμό τους, στὴ δροσιά τους. Αὐτὸς ὁ κόσμος, ὅλος μαζί, μοῦ ἔδωσε τὸ συναίσθημα πὼς δὲν εἶμαι μία ἀδέσποτη μονάδα, ἕνα ἄχερο στ’ ἁλώνι. Μοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ κρατηθῶ ἀνάμεσα στοὺς χαλασμοὺς ποὺ ἦταν τῆς μοίρας μου νὰ ἰδῶ. Κι ἀκόμη, μ’ ἔκανε νὰ νιώσω, ὅταν ξαναεῖδα τὸ χῶμα ποὺ μὲ γέννησε, πὼς ὁ ἄνθρωπος ἔχει ρίζες, κι ὅταν τὶς κόψουν πονεῖ, βιολογικά, ὅπως ὅταν τὸν ἀκρωτηριάσουν.
Κι ὅλα τοῦτα θὰ μποροῦσα νὰ τὰ ὀνομάσω μὲ τὴ λέξη παράδοση».
(Γ. Σεφέρη, Δοκιμές, τ.2, ἔκδ. Ἴκα- ρος, Ἀθήνα 1974, σσ. 175-7).