ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 15 Ιουλίου 2018

Τι σημαίνει η φράση «ουδείς δύναται έλθειν προς με, εάν μη ο πατήρ ο πέμψας με ελκύσει αυτόν»

Αποτέλεσμα εικόνας για πως θα πλησιασουμε τον θεο
 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΡΩΣΟ ΙΕΡΕΑ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ DIMITRI DOUDKO.
  Απάντηση: Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Θεός θα μας αρπάξει απ’ το γιακά για να μας οδηγήσει στον Υιό Του. Εκείνο πού χρειάζεται είναι να μην αφήσουμε ανεκμετάλλευτη τη στιγμή πού αρχίζουμε να κλίνουμε προς την πίστη. Αυτό είναι δείγμα ότι ο ουράνιος Πατέρας μας ελκύει. Χρειά­ζεται όμως να κάνουμε κι Εμείς κάποια προσπάθεια.
 Και τώρα θα σας διαβάσω το γράμμα μιας νέας κοπέλας που διηγείται πως έφτασε στην πίστη.

 Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια οικογένεια βαθύτατα άθεη, στην οποία όχι μόνο οι γονείς μου, που ήταν μέλη του κόμματος από το 1928, αλλά ούτε και η γιαγιά μου δεν πίστευαν στο Θεό. Έτσι από την παιδική μου ηλικία ήμουν απόλυτα πεπεισμένη ότι «ο Θεός δεν υπήρχε, δεν είχε ποτέ υπάρξει, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει». Όλα τα σχετικά με τη θρησκεία: εικονογραφία, θρησκευτικές διηγήσεις, δεν με ενδιέφεραν, τα αγνοούσα, δεν τα σκεπτόμουν καν.
 Το 1962, μετά από μια γρίπη, έπαθα φλεγμονή της αραχνοειδούς μεμβράνης του εγκεφάλου. Την άνοιξη του 1963 είχα σχεδόν γιατρευτεί εκτός από μερικά κατάλοιπα όπως π.χ., έντονο νυσταγμό, διαταραχές της ομιλίας, και της ισορροπίας και έντο­νες κρίσεις πονοκεφάλου που έφταναν ως τη λιποθυμία.
 Στις 12 Απριλίου 1963 μια δυνατή διάσειση του εγκεφάλου με έριξε και πάλι στο κρεβάτι. Λίγο αργότερα μπήκα στην ανάρρωση και τότε άρχισα να μελετώ χωρίς τη βοήθεια κανενός, παρ’ όλο που οι  γιατροί μου είχαν απαγορεύσει κατηγορηματικά όχι  μόνο να διαβάζω αλλά ακόμα και να ακούω ραδιόφωνο και ήταν έτοιμοι   να   με   κατατάξουν στους   αναπήρους   δευτέρου   βαθμού. Ήμουν 20 χρόνων. Εκτός από τις σπουδές μου στο ινστιτούτο ήμουν μέλος μιας χορωδίας και πήγαινα συχνά στις πρόβες.
 Και   ξαφνικά μια νύκτα (αυτό  έγινε στα τέλη Απριλίου 1963) ξύπνησα από ένα γλυκό φως. Όταν άνοιξα τα μάτια, όλα ήταν σκοτεινά στο δωμάτιο. Το  κεφάλι του κρεβατιού μου ήταν απέναντι στο παράθυρο.  Και ξαφνικά, στην αριστερή γωνία, λίγο ψηλότερα από το ύψος ενός ανθρώπου, παρουσιάστηκε ένα απαλό φωτεινό  σημείο που έριχνε φωτεινές ανταύγειες. Αυτό το  φως απλωνόταν   μαλακά σε   κύματα   γεμίζοντας  το   δωμάτιο.   Ήταν ένα φως ζωηρό, αλλά όχι εκτυφλωτικά λευκό. Αντίθετα ήταν πολύ γλυκό και ζεστόΚαι μέσα σ’ αυτό το φως παρουσιάστηκε από­τομα μια γυναίκα με λυτά τα ξανθά της μαλλιά,  μ’ ένα γαλάζιο  πέπλο στο  κεφάλι. Ήταν μισογυρισμένη προς το  μέρος μου, με κοίταζε μ’ ένα βαθύ, σκεπτικό βλέμμα και μου χαμογελούσε με γλυκύτητα και τρυφερότητα. Και ήξερα ότι ήταν η Μητέρα του Θεού!
 (Για μια ακόμα φορά θα παρατηρήσω ότι μέχρι τότε δεν είχα δει ποτέ εικόνες ή άλλες αναπαραστάσεις της Μητέρας του Θεού και ότι δεν ενδιαφερόμουν για καμιά θρησκεία). Όλη αυτή η σκηνή συνοδευόταν όχι ακριβώς από ένα τραγούδι ή από μια μουσική όπως την εννοούμε συνήθως, άλλα από ένα παράδοξα με­λωδικό και τρυφερό ήχο. Ύστερα Εκείνη, εξαφανίστηκε, ο ήχος έσβησε απαλά και το φως άρχισε να χαμηλώνει, ώσπου έγινε πά­λι ένα φωτεινό σημείο και τελικά χάθηκε. Άρχισα να τσιμπιέμαι για να σιγουρευτώ ότι δεν κοιμόμουν. Ένοιωσα πόνο, άρα ήμουν ξυπνητή.
 Το πρωί δεν είπα τίποτα στους δικούς μου. Τα διηγήθηκα όλα στην καθηγήτριά μου του τραγουδιού που ήταν πιστή. Με συμβούλεψε να πάω στην εκκλησία και να ανάψω ένα κερί στην εικόνα της Παναγίας. Της απάντησα ότι δεν έβλεπα το λόγο να «κουβαληθώ» (ήταν τα ίδια μου τα λόγια) εκεί, αλλά, «αν το επι­θυμούσε, θα μπορούσε να το κάνει εκείνη αντί για μένα. Της έδω­σα, λοιπόν, ένα ρούβλι. Μετά από δύο-τρία μαθήματα μου είπε ότι είχε πραγματικά ανάψει ένα κερί.
 Μετά από αυτό ζούσα με τη συναίσθηση ότι δεν είχα κάνει το καθήκον μου και με ένα αίσθημα ένοχης γι’ αυτή την παράλειψη. Η αρρώστια μου γιατρεύτηκε εντελώς χωρίς να αφήσει κα­νένα ίχνος. Κανένας γιατρός δεν μου βρίσκει σήμερα ούτε το ελά­χιστο σύμπτωμα νευρολογικής διαταραχής. Και οι πονοκέφαλοι εξαφανίστηκαν εντελώς, καθώς και ο νυσταγμός. Βρήκα πάλι το αίσθημα της ισορροπίας και αυτό είναι ένα φαινόμενο που δεν έχει παρατηρηθεί στην ιατρική πράξη.
 Πολλές φορές, ύστερα από αυτό, οι γιατροί με είχαν κατα­δικάσει γιατί, εκτός από την οξεία αραχνοειδίτιδα, αναγκάστηκα να υποστώ έξη εγχειρήσεις, υποφέρω από την καρδιά μου (μια οξεία καρδιακή ανεπάρκεια συνδυασμένη με στένωση της μιτροει­δούς), αλλά κάθε φορά που άκουγα τις ιατρικές αυτές καταδι­καστικές αποφάσεις μια αστραπή φώτιζε στιγμιαία τη συνείδηση μου και μια τεράστια δύναμη με έκανε να επαναστατώ για τα λό­για Τους και να λέω με βεβαιότητα: «θα επιζήσω». Και ζω ακόμη. Αλλά το αίσθημα του ανεκπλήρωτου καθήκοντος καθώς και το αίσθημα της ενοχής δεν εξαφανίζονταν. Μερικά χρόνια αργό­τερα η σπιτονοικοκυρά μου  είπε: «Θα έπρεπε να βαπτιστείς. Θα είμαι η νονά σου. Πιστεύεις στο Θεό, έστω κι αν δεν θέλεις να το ομολογήσεις στον εαυτό σου». Βαπτίστηκα το 1973 δέκα χρόνια ύστερα απ’ αυτό το γεγονός
 Μέχρι τώρα ακόμη   μου είναι  δύσκολο να ονομάσω αυτό το γεγονός σαν εμφάνιση της Παναγίας, επειδή η φτωχική μου λογική δεν μπορεί να συλλάβει (ούτε και προσπαθώ άλλωστε) γιατί κρίθηκα άξια για μια τέτοια χάρη.
 Μπορώ απλούστατα να σας διαβεβαιώσω ότι ποτέ δεν έπαιξα διπλό παιχνίδι και ότι τα λάθη μου και οι αμαρτίες μου ήταν ει­λικρινείς. Δεν ξέρω να λέω ψέματα ούτε θέλω να μάθω.
22 Ιανουαρίου 1974 (υπογραφή)
   Υ. Γ.  Αλλά το αίσθημα του ανεκπλήρωτου καθήκοντος είναι πάντα ζωντανό μέσα μου, ίσως γιατί αυτό το  1963 ήθελα να μάθω να ψάλλω τη θεία Λειτουργία και να ψάλλω στην εκκλησία και ακόμα δεν το έκανα.
Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτη «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΡΩΣΟ ΙΕΡΕΑ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ DIMITRI DOUDKO»