ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

«Μη αφήσης ημίν τα οφειλήματα ημών»

Διαβάζουμε στο Ματθ. ε΄ 39-40 την εντολή του Κυρίου: «Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ• αλλ’ όστις σε ραπίσει εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην• και τω θέλοντί σοι κριθήναι και τον χιτώνά σου λαβείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον». Εγώ όμως σας λέγω να μη προβάλετε αντίσταση στον πονηρό, που χρησιμοποιεί ως όργανό του εκείνον που σας βλάπτει• αλλ’ όποιος σε ραπίση στην δεξιά σιαγόνα σου, στρέψε σ’ αυτόν και την άλλην, δια να ραπίση και αυτήν. Και εκείνον που θέλει να κάμη δίκη μαζί σου και να σου πάρη το υποκάμισο, άφησέ του και το επανωφόρι σου.
Εδώ μας καθοδηγεί ο Κύριος και μας λέγει πως πρέπει να συμπεριφερθούμε σε οποιοδήποτε μας αδικήση. Όχι μόνο δεν πρέπει να αγανακτούμε, αλλά πρέπει να του φερθούμε με αγάπη.
• Μας εξηγεί ο Άγιος Πορφύριος:

«Για οποιαδήποτε άδικη κατηγορία εις βάρος σου να μην αγανακτής, ούτε από μέσα σου. Είναι κακό! Το κακό αρχίζει από τις κακές σκέψεις. Όταν πικραίνεσαι και αγανακτής, έστω μόνο με τη σκέψη, χαλάς την πνευματική ατμόσφαιρα. Εμποδίζεις το Άγιο Πνεύμα να ενεργήση και επιτρέπεις στο διάβολο να μεγαλώση το κακό. Εσύ πάντοτε να προσεύχεσαι, να αγαπάς και να συγχωρής, διώχνοντας από μέσα σου κάθε κακό λογισμό».
• Μας συμβουλεύει ο ιερός Χρυσόστομος στην ΝΑ΄ Ομιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ» (Εκδ. «ΦΩΤΟΔΟΤΕΣ»):
«Σε έβρισε; Να μη ανταποδώσης την ύβρη, επειδή θα προσ­βάλης τον εαυτό σου! Σε χτύπησε; Να μην ανταποδώσης το χτύπημα, επειδή δεν θα έχης καμμιά ωφέλεια! Σου προξένησε λύπη; Να μη του προξενήσης κι εσύ, επειδή δεν θα έχης κανένα κέρδος, αλλά θα γίνης ίσος μ’ αυτόν! Και θα μπορέσης κατ’ αυτόν τον τρόπο να τον κάνης να ντραπή, αν συμπεριφερθής με πραότητα, ήπια. Μόνο έτσι θα τον κάνης να ντραπή και μόνο έτσι θα εμποδίσης την οργή του. Κανείς δεν θεραπεύει το κακό με το κακό, αλλά με το καλό τον κακό».
• Και συνεχίζει ο Άγιος στην ΛΑ΄ Ομιλία του «ΕΙΣ ΤΑΣ ΠΡΑΞΕΙΣ»:
«Πιστέψτε με, από εκείνα που έπαθε ο Παύλος είναι δυνατό να πάθουμε χειρότερα. Τον χτύπησαν τότε εκείνοι με πέτρες. Είναι δυνατό και τώρα να δεχθούμε χτυπήματα με λόγια, που είναι φοβερώτερα από χτυπήματα από πέτρες. Τι λοιπόν πρέπει να κάνουμε; Εκείνο ακριβώς που έκανε κι εκείνος. Γιατί εκείνους που τον χτυπούσαν δεν τους μίσησε, αλλά, αν και τον έσυραν έξω απ’ την πόλη, πάλι εισήλθε μέσα στην πόλη, για να ευεργετήση εκείνους που του προξένησαν τέτοιες αδικίες. Αν υποφέρης κι εσύ τον σκληρό υβριστή, εκείνον που σου τα προξένησε όλα αυτά άδικα, τότε λιθοβολήθηκες κι εσύ. Μη πεις βέβαια ότι «δεν έκανα καμμιά αδικία». Γιατί ποιά αδικία έκανε ο Παύλος, για να λιθοβοληθή; Βασιλεία Ουράνια κήρυττε, την πλάνη απομάκρυνε, στο Θεό οδηγούσε. Αυτά ήταν άξια για στεφάνια, αυτά ήταν άξια απονομής τιμών, αυτά ήταν άξια άπειρων αγαθών και όχι λίθων, αλλά όμως τα αντίθετα έπασχε. Αυτή λοιπόν είναι η λαμπρή νίκη».
• Στον Ευεργετινό (Τόμος Β΄) βλέπουμε δύο χρήσιμα παραδείγματα για το πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε την αδικία:
«Κάποιος αδελφός, ο οποίος αδικήθηκε από άλλον, ήλθε προς τον Αββάν Σισώην και του λέγει:
– Αδικήθηκα από ένα αδελφόν και ζητώ ικανοποίησιν.
Ο Γέρων τον παρακαλούσε και του έλεγε:
– Όχι, παιδί μου, καλλίτερα άφησε εις τον Θεόν την εκδίκησιν. Ο αδελφός όμως επέμενε• δεν θα ησυχάσω -έλεγε- αν δεν τον εκδικηθώ.
– Ας προσευχηθώμεν, αδελφέ• επρότεινε τότε ο Γέρων.
Αφού εσηκώθησαν και προσηύχοντο, είπεν ο Γέρων• Θεέ μου, δεν έχομεν πλέον την ανάγκη Σου να φροντίζης δι’ ημάς, διότι μόνοι μας λαμβάνομεν εκδίκησιν. Μόλις ήκουσε τα λόγια αυτά ο αδελφός έπεσεν εις τα πόδια του Γέροντος και του είπε• δεν αντιδικώ πλέον με τον αδελφόν, συγχώρησέ με, Αββά.
Ένας άλλος αδελφός, από την Λιβύην, ήλθε προς τον Αββάν Σιλουανόν εις το όρος Πανεφώ και του λέγει:
– Αββά, έχω ένα εχθρόν, ο οποίος μου έκανε πολλά κακά• και το χωράφι μου, όταν ακόμη ήμουν εις τον κόσμον, μου κατεπάτησε και πολλάς φοράς εσκέφθη να με ζημιώση, τώρα δε τελευταία και δηλητηριαστάς έβαλε να με θανατώσουν. Θέλω λοιπόν να τον παραδώσω εις τον άρχοντα να τιμωρηθή.
– Κάνε, παιδί μου όπως αναπαύεσαι• απήντησεν ο Γέρων.
– Αν τιμωρηθή, Αββά, θα ωφεληθή πραγματικά η ψυχή του• προσέθεσεν ο αδελφός.
– Κάνε, παιδί μου, όπως νομίζεις• είπε και πάλιν ο Γέρων.
– Σήκω, Πάτερ, να κάμωμεν προσευχήν και κατόπιν πηγαίνω εις τον άρχοντα.
Αφού λοιπόν εσηκώθησαν και προσηύχοντο, όταν έφθασαν εις την φράσιν της προσευχής «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών», ο Γέρων είπε• και ΜΗ αφήσης ημίν τα οφειλήματα ημών, ως ουδέ ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών.
Ο αδελφός λέγει:
– Όχι έτσι, Πάτερ.
– Ναι, παιδί μου, έτσι• απήντησεν ο Γέρων• αν πραγματικά θέλης να υπάγης προς τον άρχοντα, δια να πραγματοποιήσης την εκδίκησίν σου, ο Σιλουανός δεν σου κάμνει άλλην ευχήν.
Μετά από αυτό έβαλε μετάνοιαν ο αδελφός και συνεχώρησε τον εχθρόν του.