ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

Η αίρεση ως επιστήμη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου


 Τόν 3ο καί 4ο αἰώνα ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε ἕνα μεγάλο πρόβλημα μέ τήν συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τόν Ἑλληνισμό, δηλαδή τῆς ἀποκαλυπτικῆς θεολογίας μέ τίς θεωρίες τῶν Φιλοσόφων, τῶν Προσωκρατικῶν, τῆς Κλασσικῆς μεταφυσικῆς (Πλάτωνας, Ἀριστοτέλης) καί τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ.

 Οἱ θεολόγοι πού ζοῦσαν στά μέρη τῆς Ἀνατολῆς συζητοῦσαν μέ τούς φιλοσόφους γιά θεολογικά-ὀντολογικά καί κοσμολογικά προβλήματα καί προσπαθοῦσαν νά ἀπαντήσουν σέ αὐτά μέσα ἀπό τήν ἀποκαλυπτική θεολογία. Ἐπειδή δέν εἶχαν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό κατέληξαν σέ διάφορες αἱρέσεις, ὅπως εἶναι οἱ Ἀρειανοί καί οἱ μετέπειτα αἱρετικοί.
 Οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι προσπαθοῦσαν νά ἀπαντήσουν στούς Ἀριστοτελικούς φιλοσόφους γιά τό εἶναι τοῦ Θεοῦ σέ σχέση μέ τόν κόσμο, εἰσήγαγαν τά περί τῆς οὐσίας καί τῆς ἐνεργείας στόν Θεό, γιά νά ἀπαντήσουν στό ὅτι ὁ κόσμος δέν εἶναι ἀΐδιος καί ἀπό ἐκεῖ κατέληξαν σέ αἱρετικές ἀπόψεις στήν Τριαδολογία καί τήν Χριστολογία. Ἔτσι, δημιούργησαν καινούργιες ἀπόψεις πού σαφέστατα ἀπόκλιναν ἀπό τήν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι παρέλαβαν τήν ἀλήθεια ἀπό τόν Ἄσαρκο Λόγο στήν Παλαιά Διαθήκη καί τόν Σεσαρκωμένο Λόγο στήν Καινή Διαθήκη.

 Ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε μεγάλο πρόβλημα ἀπό τούς φιλοσοφοῦντες θεολόγους, οἱ ὁποῖοι θεολογοῦσαν μέ τόν στοχασμό καί τήν λογική, καί γι’ αὐτό συγκλήθηκαν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι γιά νά ἀντιμετωπίσουν τίς αἱρετικές κακοδοξίες. Ὅσοι ὑποστήριξαν τέτοιες ἀπόψεις εἰλημμένες ἀπό τήν φιλοσοφία καταδικάστηκαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.

 Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος (692 μ.Χ.) στόν πρῶτο κανόνα της μέ τίτλο «περί τηρήσεως τῶν ἱερῶν κανόνων τῶν προτέρων συνόδων» ὁρίζει «ἀκαινοτόμητόν τε καί ἀπαράτρωτον φυλάττειν τήν παραδοθεῖσαν ἡμῖν πίστιν ὑπό τε τῶν αὐτοπτῶν καί ὑπηρετῶν τοῦ Λόγου, τῶν θεοκρίτων Ἀποστόλων» καί στήν συνέχεια μνημονεύει καί τῶν Πατέρων τῶν ἕως τότε Συνόδων.

 Ἀναφερόμενος ὁ κανόνας αὐτός στούς Πατέρας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συγχρόνως καταγράφει καί τίς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν. Δηλαδή, δέν καταδικάζονται ἁπλῶς καί γενικῶς οἱ αἱρέσεις ὡς πρός τόν Χριστό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλά οἱ ἐκφραστές αὐτῶν τῶν κακοδοξιῶν. Ἔτσι, μνημονεύει τόν «Ἄρειον τόν δυσσεβῆ», «τόν βέβηλον Μεκεδόνιον», τόν «Ἀπολλινάριον, τόν τῆς κακίας μύστην», «τήν ληρώδη τοῦ Νεστορίου διαίρεσιν», τόν «Εὐτυχέα τόν ματαιόφρονα», καί ἄλλους αἱρετικούς καί κακοδόξους. Κάνουν ἐντύπωση τά ἐπίθετα πού χρησιμοποιοῦνται γιά νά προσδιορίσουν τόν φιλοσοφικό καί κακόδοξο τρόπο θεολογήσεώς τους.

 Τά ἴδια διαβάζουμε στό περίφημο ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ μέ τίτλο: «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως». Ἀναφερόμενος ὁ κορυφαῖος αὐτός Δογματικός Πατέρας τοῦ 8ου αἰῶνος στά θέματα τῆς Χριστολογίας, ὅτι ἡ ἕνωση στόν Χριστό ἔγινε ἀπό δύο τέλειες φύσεις, τήν θεία καί τήν ἀνθρωπίνη, μνημονεύει τόν Διόσκορο καί τόν Σεβῆρο πού ὑποστήριζαν ὅτι ἔγινε φυρμός ἤ σύγχυση ἤ ἀνάκραση τῶν δύο φύσεων στόν Χριστό.

 Γράφει ὅτι δέν ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις στόν Χριστό «κατά φυρμόν ἤ σύγχυσιν ἤ ἀνάκρασιν, ὡς ὁ θεήλατος (κυνηγημένος ἀπό τόν Θεό) ἔφη Διόσκορος, Σεβῆρος τε καί ἡ τούτων ἐναγής (μιασμένη) συμμορία». Ἐπίσης, γράφει ὅτι ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στόν Χριστό δέν εἶναι προσωπική ἤ σχετική ἤ κατ’ ἀξία ἤ κατά τήν ταυτότητα τῆς βουλήσεως ἤ τήν ὁμοτιμία ἤ τήν ἀνωνυμία ἤ τήν εὐδοκία, «ὡς ὁ θεοστυγής (βλάσφημος) ἔφη Νεστόριος, Διόδωρός τε καί ὁ Μομψουεστίας Θεόδωρος καί ἡ τούτων δαιμονιώδης (δαιμονισμένη) ὁμήγυρις».

 Παρατηροῦμε ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιοῦσαν δυνατά ἐπίθετα γιά νά χαρακτηρίσουν τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι μετέδιδαν κακοδοξίες καί αἱρέσεις πού στρέφονταν ἐναντίον τῆς ἀληθινῆς πίστεως, ἐνῶ ἦταν ἅγιοι καί μετεῖχαν τῆς Θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Στά θέματα τῆς πίστεως δέν ἐπιτρέπονται εὐγενεῖς λόγοι, διπλωματικές ἐνέργειες καί συμβιβασμοί.

 Παρατηρώντας τήν ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων διαπιστώνουμε ὅτι αὐτός ὁ στοχαστικός καί φιλοσοφικός τρόπος θεολογήσεως, πού καταδικάστηκε ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, πέρασε μέ διαφόρους τρόπους στήν Δύση καί ἐκφράσθηκε ἀπό τήν λεγομένη Σχολαστική θεολογία, ἡ ὁποία θεωρήθηκε ὅτι εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν πατερική θεολογία. Μετά τήν Σχολαστική θεολογία, κυρίως τόν 13ο αἰώνα, ἀναπτύχθηκαν ἄλλα φιλοσοφικά καί θεολογικά ρεύματα πού ἀπομακρύνθηκαν τόσο ἀπό τήν Σχολαστική θεολογία ὅσο καί ἀπό τήν Πατερική θεολογία, καί ὡς κέντρο τῆς θεολογήσεως τέθηκαν οἱ φιλόσοφοι καί οἱ φιλοσοφοῦντες. Εἶναι φανερό, ὅταν μελετᾶ κανείς τά θεολογικά ρεύματα στόν δυτικό χῶρο, παρατηρεῖ ὅτι, ἐνῶ ἡ Σχολαστική θεολογία ἐπηρεάσθηκε κυρίως ἀπό τόν Πλάτωνα, ἀλλά καί τόν Ἀριστοτέλη, ἡ μετέπειτα ἐξέλιξη στήν Εὐρώπη ἐπηρεάσθηκε ἀπό τήν προσωκρατική φιλοσοφία.

 Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική οἱ δυτικοί θεολόγοι μέ διαφόρους τρόπους μελετοῦν τά ἔργα καί τήν διδασκαλία τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν καί κατά κάποιον τρόπο τούς συμπαθοῦν. Ἔτσι καλλιεργοῦνται θεολογικές ἀπόψεις πού προσεγγίζουν περισσότερο στήν διδασκαλία τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν. Γιά παράδειγμα, ὅλη ἡ σύγχρονη φιλοσοφία καί θεολογία εἶναι βολονταριστική, κάνει λόγο γιά ὑποστατική θέληση, ἡ ὁποία καταδικάστηκε ἀπό τήν ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.

 Ἔτσι, σύγχρονοι θεολόγοι μελετοῦν τά ἔργα τους, ἐκτιμοῦν τόν τρόπο θεολογήσεώς τους, τούς συμπαθοῦν καί φθάνουν μέχρι τό σημεῖο νά γράφουν ὅτι οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πού συμμετεῖχαν στίς Οἰκουμενικές Συνόδους δέν κατάλαβαν τούς αἱρετικούς, ἀλλά τούς παρερμήνευσαν καί τούς ἀδίκησαν μέ τό νά τούς καταδικάσουν. Ἔτσι, ἔγιναν διατριβές γιά τόν αἱρετικό Διόσκορο, Εὐτυχῆ, Ἀπολλινάριο κλπ., μέ τίς ὁποῖες οἱ συντάκτες τους κατέλαβαν Πανεπιστημιακές θέσεις καί μέ αὐτόν τόν τρόπο διδάσκουν αὐτές τίς ἀπόψεις στούς φοιτητές τους, ἀντίθετα ἀπό ὅ,τι διδάσκει, ἑορτάζει καί ψάλλει ἡ Ἐκκλησία.

 Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ αἵρεση καί οἱ αἱρετικοί περνοῦν στίς Ὀρθόδοξες Θεολογικές Σχολές μέσα ἀπό τήν λεγόμενη ἐπιστήμη. Ὁπότε σήμερα, μερικές φορές ἡ αἵρεση κυκλοφορεῖ μέ τόν μανδύα τῆς ἐπιστήμης καί οἱ αἱρετικοί μέ τό ἔνδυμα τῶν ἐπιστημόνων. Φυσικά, ἄλλο εἶναι νά μελετῶνται οἱ ἀπόψεις καί τῶν αἱρετικῶν σέ ἀντιπαραβολή μέ τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων, πού εἶναι ἐπιστήμη, καί ἄλλο νά παρουσιάζωνται μέσα ἀπό τήν διαδικασία τῆς ἐπιστήμης οἱ αἱρετικοί «θεήλατοι», «θεοστυγεῖς», «δαιμονιώδης ὁμήγυρις», ὡς ἀδικηθέντες ἀπό τούς Πατέρες καί τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.

 Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία στήν λατρεία της ψάλλει θριαμβευτικά γιά τήν νίκη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν, καί ὁμολογεῖ τήν ἀλήθεια καί τιμᾶ τούς Πατέρας ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, καί μερικοί Ὀρθόδοξοι θεολόγοι στίς Θεολογικές Σχολές κάνουν ἐπιστήμη πάνω στήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς, μέ τό νά τούς παρουσιάζουν ὡς ἀδικηθέντας ἀπό τήν ἴδια τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶναι πράγματι τραγελαφικό αὐτό.

 Ὅσο ἐξετάζει κανείς τά σύγχρονα θεολογικά πράγματα μέσα ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τόσο καί ἀπογοητεύεται.

 Κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ὑπῆρχε μεγάλη ἄγνοια καί ἀμάθεια, ἀλλά ὑπῆρχε ἡ λατρεία πού βασίζεται στήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα, σέ μερικά σημεῖα, μεταφέρθηκε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ αἵρεση ὡς ἐπιστήμη, τήν ὁποία καλλιεργοῦν ὅσοι θέλουν νά καταλάβουν πανεπιστημιακές θέσεις, καί συγχρόνως παραθεωρεῖται ὁ πλοῦτος τῆς λατρείας.

 Ἀλλά ὑπάρχει Θεός. «Μεγάλη ἡ ἀλήθεια καί ὑπερισχύει» (Α΄ Ἔσδρ. δ΄, 41).