Πάντα υπήρχε από την αρχαιότητα, ο προβληματισμός, πιο δρόμο να
ακολουθήσουμε. Ο μύθος του Ηρακλή, «της αρετής και της κακίας» το
μαρτυρεί. Εμείς όμως δεν έχουμε τέτοιο προβληματισμό. Ο ίδιος ο Θεός μας
απεκάλυψε τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε: «εισέλθετε δια της
στενής πύλης ότι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την
απώλειαν και πολλοί οι εισερχόμενοι δι’ αυτής» (Ματθ. ζ 13).
Δηλαδή,
προσπαθείτε να μπήτε στον δρόμο της αρετής δια της στενής πύλης,
αρνούμενοι την αμαρτωλή ζωή. Διότι είναι πλατειά η θύρα και ευρύχωρος ο
δρόμος που σε οδηγεί στην απώλεια και πολλοί είναι εκείνοι που
εισέρχονται σε αυτήν. Καθαρώτατα μας το λέγει ο Χριστός μας. Αλλά όμως
έχετε θάρρος «αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. ιστ 33).
Δηλαδή, εγώ με την νίκη μου αυτή εξασφάλισα και σε σας τον θρίαμβο και
την δόξα. Μη φοβηθούμε λοιπόν «Κύριος εμοί βοηθός και ου φοβηθήσομαι»
(Εβρ. ιγ 6).
Ποιο δρόμο λοιπόν να ακολουθήσω; Ένας γέροντας ασκητής, διαβάζουμε
στον Ευεργετινό, διηγήθηκε την εξής ιστορία. Ζούσε κάποτε μία μοναχή, η
οποία είχε προκόψει στην αρετή. Την ρώτησε λοιπόν ο ασκητής για ποιό
λόγο ανεχώρησε εκ του κόσμου. Και αυτή είπε: «Όταν ήμουν μικρή, θυμούμαι
ότι ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, μαλακός, αρρωστιάρης,
πολύ καιρό ήταν στο κρεββάτι, ήταν απλός και καλλιεργούσε τα κτήματα.
Ήταν τόσο ολιγομίλητος, ώστε τον περνούσαν για μουγγό.
Εντελώς αντίθετη η μητέρα μου. Ήταν φιλοπερίεργη, αργόσχολη, φλύαρη,
φιλόνικη, πολυέξοδη και διεφθαρμένη. Παρ’ ότι ζούσε τέτοια ζωή, ουδέποτε
αρρώστησε ούτε καν πόνεσε λιγάκι, ήταν τελείως υγιής κατά το σώμα.
Όταν πέθανε ο πατέρας μου, σηκώθηκε τόσος φοβερός αέρας, που εσείετο
όλος ο τόπος. Αστραπές, βροντές, βροχή ραγδαία και ασταμάτητη, ώστε δεν
μπορούσαμε επί τρεις ημέρες να τον κηδεύσουμε. Οι χωριανοί αναρωτήθηκαν
τι κακό έχει κάνει ο άνθρωπος, ώστε ο Θεός δεν επιτρέπει να τον θάψουν.
Από τότε η μητέρα μου ζούσε ελεύθερη πλέον, με περισσότερη ασωτία και
επιδόθηκε με αναίδεια στα όργια. Τόσο αποθρασύνθηκε, ώστε μετέτρεψε το
σπίτι σε πορνείο. Όταν μετά από λίγο καιρό απέθανε και αυτή, έγινε
τέτοια επιβλητική και λαμπρή κηδεία, ώστε θα έλεγε κανείς ότι και αυτή η
φύση την βοηθούσε.
Εμένα τότε, αφού ήδη είχα περάσει την παιδική ηλικία, μου ήλθε μία σκέψη. Ποιό δρόμο να ακολουθήσω;
– Να προτιμήσω του πατέρα μου; Μα αυτόν παρ’ ότι ήταν ένας άνθρωπος
του Θεού, ήταν τόσο κατατρεγμένος που ούτε να τον ενταφιάσουν δεν
μπορούσαν.
– Να προτιμήσω της μητέρας μου; Αυτή γλέντησε και απήλαυσε την ζωή
της, ήταν υγιής και έφυγε από αυτήν την ζωή, τόσο ωραία, που θα ζήλευαν
πολλοί.
Σκέφθηκα λοιπόν να ακολουθήσω την ζωή της μητέρας μου. Έχοντας πάρει
λοιπόν αυτήν την απόφαση, μια νύκτα, έπεσα να κοιμηθώ. Τότε μου
παρουσιάζεται ένας άνθρωπος τεραστίων διαστάσεων, και με ρώτησε με οργή
και άγριο βλέμμα.
Πες μου, ποιό δρόμο διάλεξες; Εγώ τόσο πολύ τρόμαξα, που ούτε να τον δω δεν μπορούσα.
Με ξαναρώτησε πάλι με αυστηρό ύφος.
– Πες λοιπόν, τι αποφασίζεις;
Καθώς με είδε να έχω παραλύσει από τον φόβο μου, μου θύμισε με λεπτομέρεια τι είχα σκεφθή.
Εγώ μόλις συνήλθα λίγο, άρχισα να τον παρακαλώ να με συγχωρέση.
Τότε εκείνος αφού μαλάκωσε λιγάκι με πήρε από το χέρι και μου είπε.
-Έλα να δης που ευρίσκονται ο πατέρας σου και η μητέρα σου. Και από εκεί και πέρα διάλεξε ποιό δρόμο θα ακολουθήσης.
Με επήρε λοιπόν και με ωδήγησε σε ένα απέραντο κήπο, όπου ήσαν
φυτευμένα διάφορα ωραία δένδρα, πανέμορφα, γεμάτα από διάφορους όμορφους
καρπούς. Εκεί καθώς βαδίζαμε με συναντά ο πατέρας μου! Εγώ τότε τον
αγκάλιασα με χαρά και τον παρακάλεσα να μείνω κοντά του. Ο πατέρας μου
τότε με γλυκύτητα μου απαντά.
– Τώρα, παιδί μου, δεν είναι δυνατόν να γίνη αυτό. Εάν όμως θελήσης
να ακολουθήσης τον δικό μου τρόπο ζωής, δεν θα περάση πολύς καιρός και
θα έλθης και συ εδώ.
Καθώς παρακαλούσα τον πατέρα μου, με πήρε από το χέρι ο Άγγελος που με συνώδευσε και μου λέγει.
– Έλα να δης τώρα και την μητέρα σου, για να πληροφορηθής από τα ίδια πράγματα ποιό δρόμο σε συμφέρει να ακολουθήσης.
Αφού λοιπόν με ωδήγησε σε ένα κατασκότεινο τόπο, από όπου μεγάλη
ταραχή και βογγητά ακούγονταν, μου δείχνει ένα αναμμένο καμίνι, του
οποίου κάθε τόσο δυνάμωνε η φωτιά και έβραζε, ενώ έξω από το καμίνι
στεκόντουσαν μερικοί απαίσιοι και φοβεροί στην όψη.
Καθώς κοιτούσα φοβισμένη τον φοβερό εκείνο τόπο των βασάνων, βλέπω
την μητέρα μου, βυθισμένη μέχρι το λαιμό μέσα στην φλογισμένη κάμινο και
αναρίθμητα σκουλήκια να την κατατρώγουν από παντού. Έτρεμε από τον φόβο
και την φρίκη, ενώ κτυπούσαν και έτριζαν τα δόντια της.
Από εκείνη την ημέρα απεφάσισα πλέον οριστικά να ζήσω όπως ο πατέρας μου, του οποίου τον βίο εζήλωσα.
http://orthodoxostypos.gr/