ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Λαϊκός Θρήνος Μ. Παρασκευής: Το Μοιρολόϊ της Παναγίας

Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται, σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι, οι άνομοι και τα σκυλιά κι' οι τρισκαταραμένοι για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Αφέντη Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι 
να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι. 

Κι' η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της, 
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της. 

Φωνή τους ήρθ' εξ Ουρανού απ' Αρχαγγέλου στόμα: 
-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι' οι μετάνοιες, 
το γυιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε 
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τον τυραγνάνε. 

-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια. 
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε. 

-Συ Φαραέ, που τά 'φτιασες πρέπει να μας διδάξεις. 

-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ' άλλα δυο στα πόδια, 
το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του, 
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του. 

Κι' η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη, 
σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο 
για να της ερθ' ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της. 

Κι' όταν της ηρθ' ο λογισμός, κι' όταν της ηρθ' ο νους της, 
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει, 
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της. 

-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες 
Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες. 

Λάβε, κυρά μ' υπομονή, λάβε, κύρά μ' ανέση. 
-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση, 
που έχω γυιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον. 

Κι' η Μάρθα κι' η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα 
και του Ιακώβου η αδερφή, κι' οι τέσσερες αντάμα, 
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι 
και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα. 

-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου. 

Κι' η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της. 

Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει, 
τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη, 

Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου, 
μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου; 

-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω, 
δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω. 

Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο, 
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο, 
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι; 

Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!
Κι' η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·
μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,
τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,
σημαίνει κι' η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.
Όποιος τ' ακούει σώζεται κι' όποιος το λέει αγιάζει,
κι' όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο απ' τον Άγιο Τάφο.»

«Σήμερον Κρεμάται» του Φώτη Κόντογλου

  Ο Φώτης Κόντογλου σε κείμενό του με τίτλο «Σήμερον κρεμάται» παραθέτει αυτούσια την πιο γνωστή και διαδεδομένη παραλλαγή του Μοιρολογιού της Παναγίας. Είναι εξαιρετικά σημαντική η πληροφορία του Samuel Baud-Bovy (Δοκίμιο για το Ελληνικό Τραγούδι, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1984), ο οποίος, στηριζόμενος και σε σχετική μαρτυρία του Οκτάβιου Μερλιέ, σημειώνει ότι "τουρκόφωνοι Χριστιανοί, οι Καππαδόκες από τα Φάρασα και τα Σύλατα τραγουδούσαν σε τουρκική γλώσσα την Ιστορία του Αβραάμ, την Ιστορία του Ιωσήφ, το Μοιρολόγι της Παναγίας.

Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρη μέρα,
σήμερον εσταυρώσανε,
τον πάντων βασιλέα.
Σήμερον όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερον έβαλαν βουλήν
οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά
οι τρισκαταραμένοι.

Σαν κλέφτη τον επιάσανε

και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές
εκεί τον τυραγνάνε.
Κι' η Παναγιά η δέσποινα
κ' οι άλλες οι γυναίκες
έπιασαν το στρατί στρατί,
στρατί το μονοπάτι.

Το μονοπάτι τς' έβγαλε

μεσ' στου ληστή την πόρτα.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά,
κανέναν δεν γνωρίζει.
Τηρά και δεξιώτερα
βλέπει τον Άγιο Γιάννη
-Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε
και βαπτιστή του γυιού μου
μην είδες τον υιγιόκα μου
και σένα δάσκαλό σου;
-Δεν έχω γλώσσα να σου πω
γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμο,
για να σού τονε δείξω.

Βλέπεις εκείνον τον γυμνό,

τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο
στο αίμα βουτημένο;
Οπούναι τα ματάκια του
ραμμένα με μετάξι,
κι οπού φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γυιόκας σου
και μένα δάσκαλός μου.