ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

Ο Γέροντας Πορφύριος - Gerontas Porphyrios

Από το βιβλίο «ΟΙ ΓΚΟΥΡΟΥ Ο ΝΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ»
του Διονυσίου Φαρασιώτου
  Ο Γέροντας Πορφύριος
 Υπάρχει μία μεγάλη άγνοια γύρω από τους ζωντανούς θησαυ­ρούς της ορθόδοξης παράδοσής μας. Υπάρχει και μία προκατάληψη και ένας σνομπισμός, που οφείλεται σε μια συστηματική και ύπουλη προπαγάνδα που θέλει να παρουσιάζει τους ορθόδοξους χριστιανούς «στολισμένους» με όλα τα κακά του κόσμου.
  Ανόητους, φανατικούς, μικρόμυαλους, αμόρφωτους, κομπλεξικούς, φοβιτσιάρηδες, μικρόψυχους και από την άλλη μεριά, σε οξεία αντίφαση να τους παρουσιάζει ως υποκριτές, ύπουλους, κομπιναδόρους, καταχραστές, πονηρούς, λαοπλά­νους, ψεύτες, κατασκευαστές «θαυμάτων» και στυγνούς απομυζητές του αφελούς λαού. Αυτή η εικόνα έχει περάσει στον κόσμο που δεν έχει κα­μιά άμεση επαφή με τη ζωντανή ορθόδοξη Εκκλησία, που δεν έχει γνωρίσει τους ζωντανούς θησαυρούς της ορθοδοξίας, τους γεροντάδες, τους ασκητές, τους μοναχούς, ώστε να μπορεί να κρίνει αντικειμενικά. Οι περισσότεροι δέχονται αυτή την άσχημη εικόνα που προωθείται απ' όλες ανεξαιρέτως τις εφημερίδες και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, χωρίς να γνωρίζουν κάποια πρόσωπα της Εκκλησίας, χωρίς να είναι σε θέση να συγκρίνουν και έτσι μένουν με αυτή τη λάθος εντύπωση.
Κάτι τέτοιο είχα πάθει κι εγώ. Όταν για πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με τον ορθόδοξο τρόπο ζωής, κατά την πρώτη μου επίσκεψη στο Άγιον Όρος, έπαθα... έκπληξη. Η εικόνα που είχα στο μυαλό μου, η άποψη που «καθόταν» μέσα στο κεφάλι μου, και η ζωή που έβλεπα και ζούσα μέσα στα μοναστήρια βρισκόντουσαν σε μεγάλη αντίθεση, μαύρο-άσπρο. Μου πήρε καιρό να φτάσω να αναρωτηθώ· «Καλά, από πού και έως πού είχα εγώ άποψη για πράγματα που δε γνώριζα, που δεν είχα ασχοληθεί μαζί τους;».
Δε γνώριζα ανθρώπους της εκκλησίας, μια και όλοι οι γνωστοί μου δεν είχαν σχέση. Δεν είχα μελετήσει, δε γνώριζα τις απόψεις της ορθόδοξης Εκκλησίας. Παρ' όλα αυτά την είχα καταδικάσει οριστικά με πείσμα και χωρίς επιφυλάξεις. Ήμουν πολύ άδικος. Ήμουν πολύ ανόητος. Είχα πιαστεί θύμα της παραπληροφόρησης και της ύπουλης προπαγάνδας, που τόσα χρόνια, λίγο-λίγο, κομμάτι-κομμάτι, διαμόρ­φωσαν μέσα στο μυαλό μου αύτη την άσχημη και ψεύτικη εικόνα.
Χρειάστηκε μια ζωντανή επαφή τριών ημερών με τη ζωή του Αγίου Όρους, για ν' αρχίσει η μακρόχρονη διαδικασία ανατροπής αυτής της εικόνας που έπλασαν οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση. Χρειάστηκε η εξαίσια και χαρμόσυνη εμπειρία της γνωριμίας με τους γεροντάδες της ορθοδοξίας, για να μπορέσω να κομματιάσω το δίχτυ του ψέματος που κάλυπτε το μυαλό μου και δε μ' άφηνε να δω την πραγματικότητα.
Μου είχαν επιβάλει ψεύτικες εικόνες, χωρίς εγώ να έχω συνείδηση αυτής της επιβολής. Αυτές οι ψεύτικες εικόνες με οδηγούσαν σε μία συ­μπεριφορά, σ' έναν τρόπο ζωής που δεν μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά καταστροφικός, γεμάτος αγωνία και πόνο.
Δεν ισχυρίζομαι ότι όλοι οι Χριστιανοί είναι... Άγιοι. Θέλουν όμως να γίνουν!! Δεν ισχυρίζομαι ότι οι Χριστιανοί δεν έχουν... ελατ­τώματα ή κακίες. Προσπαθούν όμως να τα αποβάλουν!! Πράγματα που δεν τα κάνουν οι «άλλοι», οι εχθροί της εκκλησίας. Δεν ισχυρίζο­μαι ότι δε γίνονται σκάνδαλα στο χώρο της εκκλησίας, αλλά και πού δε γίνονται; Δε γίνονται στα πολιτικά κόμματα; δε γίνονται στις εται­ρείες; δε γίνονται στις ποδοσφαιρικές ομάδες; στους συλλόγους; Παντού όπου υπάρχουν άνθρωποι γίνονται και θα γίνονται τέτοια πράγματα. Αυτό όμως που ισχυρίζομαι είναι ότι οι εφημερίδες, η Τ.V., μιλούν μόνο για τα άσχημα της εκκλησίας που πολλές φορές τα εξογκώνουν και άλλες τόσες τα κατασκευάζουν από το τίποτα. Γιατί αυτή η άδικη συμπεριφορά; Γιατί επιμένουν συνειδητά σ' αυτή την μερική, άρα ψεύ­τικη εικόνα;
Υπάρχουν γεροντάδες που έχουν γίνει γνωστοί στα πέρατα του κό­σμου, στόμα με στόμα, χωρίς ποτέ κάποια εφημερίδα ν' ασχοληθεί μα­ζί τους ή να τους αναφέρει το ραδιόφωνο ή η τηλεόραση. Υπάρχουν γεροντάδες που για χάρη τους έρχονται άνθρωποι από την Αμερική, από την Αυστραλία, από τη Γερμανία, από όλα τα μέρη του κόσμου να τους δουν, να συζητήσουν, να βοηθηθούν. Υπάρχουν άνθρωποι χιλιά­δες, που διηγούνται τα θαύματα και τις ευεργεσίες, που οι ίδιοι προσωπικά απόλαυσαν απ' αυτούς, και με παρρησία διηγούνται τα περιστατι­κά με λεπτομέρειες, καταθέτοντας με ευγνωμοσύνη την προσωπική τους μαρτυρία.
Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι τέτοιοι γεροντάδες, τέτοιοι Άγιοι δεν υπάρχουν πουθενά αλλού. Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι η συνω­μοσία της σιωπής των ισχυρών αυτής της γης, γύρω από την ορθοδο­ξία και τους Αγίους της διαλύεται σαν καπνός από τη δύναμη του Θεού. Πάντοτε έτσι γινόταν. Πάντοτε η εκκλησία επολεμείτο είτε φανε­ρά είτε ύπουλα. Πάντοτε η εκκλησία θριάμβευε στο τέλος. Έτσι συμ­βαίνει εδώ και 2.000 χρόνια. Έτσι θα συμβαίνει και στο μέλλον.
Γιατί έτσι προέγραψε τη θριαμβευτική πορεία της μέσα στους αιώνες, ο γλυκύτατος Θεάνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός. «επί ταύτη τη πέτρα, οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματ. ιστ'18).
Άνθρωποι με ελαττώματα υπάρχουν στην κοινωνία, υπάρχουν και στην εκκλησία. Άνθρωποι καλοί υπάρχουν στην εκκλησία, αλλά υπάρ­χουν και στα πολιτικά κόμματα, και στις θρησκευτικές οργανώσεις, και στις ψεύτικες θρησκείες και φιλοσοφίες. Έχει όλος ο κόσμος καλούς ανθρώπους, και ευτυχώς που έχει, γιατί γίνονται παρηγοριά και βοήθεια για το περιβάλλον τους.
Όμως Αγίους δεν έχει πουθενά αλλού, παρά μόνο στην ορθοδοξία.
Ένας τέτοιος γέροντας ήταν και ο πατήρ Πορφύριος. Τον γνώρισα, όταν ήταν ήδη πολύ γνωστός στον κόσμο και το όνομά του περιφερόταν από στόμα σε στόμα με πολύ σεβασμό. Ζούσε τα τελευταία χρόνια έξω από τη Μαλακάσα, μία ώρα περίπου από την Αθήνα. Έχτισε ένα μοναστήρι στο μέρος που ζούσε. Καθημερινά πήγαινε κόσμος να τον δει, με IX, με λεωφορεία, με τη συγκοινωνία. Μάλιστα το ΚΤΕΛ έκανε ειδική στάση, «του γέροντα», από τους πολλούς που καθημερινά ζητούσαν να κατέβουν εκεί.
Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους και άκουσα από το στόμα τους τις θαυματουργικές ευεργεσίες που γνώρισαν με την ευχή του γέροντα. Κάποιος που είχε όγκο στο κεφάλι, δύο μέρες πριν πετάξει στην Αγγλία για την προγραμματισμένη εγχείρηση, πέρασε να πάρει την ευχή του γέροντα. Ο γέροντας τον σταύρωσε και του είπε να κάνει μία παράκληση στην Παναγία να του πάρει τον όγκο. Δύο μέρες αργότερα οι Άγγλοι γιατροί και ο γνωστός μου έπαθαν μεγάλη έκπληξη, όταν σε επανειλημμένες εξετάσεις δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τον όγκο· είχε εξαφανισθεί τελείως!!
Γύρισε χωρίς να γίνει η εγχείρηση και ζει φυσιολογικά τη ζωή του. Αυτό έγινε αφορμή να ξεκόψει τελείως από την Ινδουιστική φιλοσοφία-μαγεία και να γίνει ένας αληθινός και συνειδητός Χριστιανός.
Κάποιος άλλος είχε καρκίνο στο στήθος που εξαφανίστηκε, όταν του ευχήθηκε ο παππούλης και τον σταύρωσε στο στήθος. Ο άνθρωπος αυτός παραιτήθηκε από τη δουλειά του και αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του στην υπηρεσία του Χριστού, μια και ήταν ανύπαντρος χωρίς υποχρεώσεις.
Μια προσωπική μου φίλη έσπασε τον λαιμό της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Οι ακτινογραφίες έδειχναν θρυμματισμένα τα κόκκαλα του λαιμού και οι γιατροί είπαν ότι δε θα γίνει ποτέ καλά. Μετά από μερι­κούς μήνες, όταν ησύχασαν από τα τρεχάματα στα νοσοκομεία, είπαν να κάνουν μία επίσκεψη να πάρουν την ευχή του γέροντα. Ο γέροντας τη σταύρωσε και της είπε να βγάλει το κολλάρο που στήριζε το κεφάλι της!!! Πράγματι η κοπέλα έκανε καινούργιες ακτινογραφίες που τα έδει­χναν όλα εντάξει, προς μεγάλη έκπληξη των γιατρών, που κοίταζαν σαν χαζοί μια τις παλιές και μια τις καινούργιες ακτινογραφίες. Από εκείνη τη στιγμή έβγαλε και το κολλάρο.
Πέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε και η κοπέλα είναι απολύτως εντάξει και δοξάζει το Θεό και τους Αγίους του.
Σε κάποιον άλλο φίλο μου έδωσε ακριβείς οδηγίες, για να πάει να ψάξει σε μια τοποθεσία έξω από το χωριό απ' όπου καταγόταν. Ο γέροντας δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στην περιοχή!! αλλά μιλούσε σαν να την έβλεπε μπροστά του. Του περιέγραφε τα βράχια, τα δένδρα, μέχρι να καταλάβει ακριβώς πού βρισκόταν το παλιό μο­ναστηράκι, χωμένο μέσα στη γη πια, ξεχασμένο απ' όλους στο χωριό.
Πράγματι πήγε ο φίλος μου και όλα βγήκαν, όπως τα είπε ο γέρο­ντας.
Είχε πολλά χαρίσματα από το Θεό ο γέροντας Πορφύριος και σί­γουρα, τώρα μετά το θάνατό του, πολλοί από αυτούς που ευεργετήθη­καν έγραψαν ή θα γράψουν τις ευεργεσίες που έλαβαν, προς δόξαν Θεού και των Αγίων του.
Με σεβασμό στη μνήμη του γέροντα καταθέτω και εγώ εδώ την προσωπική μου μαρτυρία, γιατί πονώ και αγανακτώ, όταν συκοφα­ντείται και διαστρεβλώνεται η ορθοδοξία, οι Άγιοι, και μέσα απ' αυτούς τελικά η αλήθεια και ο Θεός. Νοιώθω την ανάγκη να τα πω για τους καλοπροαίρετους ανθρώπους και προς χάριν της αλήθειας, που ζητούν μερικοί να τη θάψουν, γιατί δεν τους... βολεύει, γιατί ελέγχει την ζωή τους και τις πράξεις τους.
Μόλις είχα γυρίσει από την Ινδία. Είχα πάει στο Άγιον Όρος όπου καθόμουν για κάμποσους μήνες, φιλοξενούμενος στην καλύβα ενός ησυχαστού. Εκεί έμαθα ότι ο πατήρ Πορφύριος, που τόσα είχα ακούσει γι' αυτόν, είχε έρθει για να μείνει κάποιο διάστημα στο Άγιον Όρος, στη σκήτη των Καυσοκαλυβίων. Αυτή η σκήτη είναι από τις πιο απομονωμένες του Όρους. Βρίσκεται σε μια απότομη πλαγιά του Άθω. Απότομα, μεγάλα βράχια και λιγοστά δέντρα που ξεφυτρώνουν αραιά και πού μέσα από το γρανίτη. Τα δένδρα είναι μεγάλα και εντυπωσιακά. Κάπου τριά­ντα σπιτάκια, σε αρκετή απόσταση το ένα από το άλλο, τριγυρισμένα από τα μικρά κηπάκια, αντιμετωπίζουν συχνά όλα μαζί τον κίνδυνο από τις κατολισθήσεις. Κάθε τόσο ακούς κάποια πέτρα να κυλά. Καμιά φορά προξενούν και σοβαρές ζημιές στα κτίσματα. Ένα απότομο, τραχύ μονο­πάτι καταλήγει στην απότομη ακτή, όπου δύσκολα πιάνει το καράβι και μόνο, όταν έχει πολλή γαλήνη η θάλασσα.
Η ζωή εκεί πέρα είναι σκληρή. Οι άνθρωποι ζουν περιορισμένα. Δεν μπορεί κανείς να έχει πολλά πράγματα. Οι απαραίτητες μεταφο­ρές γίνονται με την πλάτη ή με κανένα μουλάρι, όταν πρόκειται για πολλά πράγματα. Είναι πολύ δύσκολο να ανέβεις το μονοπάτι, γι' αυτό και οι μοναχοί εκεί πέρα είναι σκληραγωγημένοι και ολιγαρκείς.
Χρειαζόμουν ένα ταξίδι δύο ημερών μέσα στο όρος, για να βρεθώ εκεί. Τα πόδια μου δηλαδή θα έβγαζαν φουσκάλες. Ήταν τόση η επι­θυμία μου να δω το γέροντα Πορφύριο, που μόλις το έμαθα την ίδια στιγμή αποφάσισα να πάω να τον δω. Καταλάβαινα ότι θα ήταν κάτι σαν το δικό μου γέροντα, και ήθελα να δω την αγιότητα και σ' ένα άλλο πρόσωπο, να δω πώς θα ήταν: Με ποιο τρόπο ένα διαφορετικό πρόσωπο, ένας άλλος χαρακτήρας κουβαλά τον ίδιο Θεό μέσα του.
Ήμουν καλοσυνηθισμένος εκείνη την εποχή. Επειδή βρισκόμουν σε ανάγκη, (είχα ακόμη πνευματικές ενοχλήσεις από τους γκουρού και διά­φορα δαιμονικά σημεία μου συνέβαιναν), οι γεροντάδες πολύ συχνά μου κάνανε διάφορα πνευματικά δώρα, για να με γιατρέψουν, για να με στη­ρίξουν, για να με κάνουν να καταλάβω, να ζήσω τη διαφορά των δύο πνευματικών καταστάσεων. Να καταλάβω τί σημαίνει, ποια είναι η Χά­ρη του Θεού, το αυθεντικό πνευματικό γεγονός και να το ξεχωρίσω από τη δαιμονική ενέργεια. Να μην εξαπατώμαι πια από την απατηλή δαι­μονική ενέργεια, που μέχρι τότε την εκλάμβανα ως εκδήλωση ενεργειών ανωτέρων ανθρώπων (γκούρου) ή ακόμα και ως θεϊκή.
Διψούσα γι' αυτά τα πνευματικά δώρα και τα αναζητούσα παντού. Ήλπιζα υποσυνείδητα ότι και ο π. Πορφύριος κάτι θα μου δώριζε.
Ξεκίνησα λοιπόν το ταξίδι. Σ' όλο το δρόμο άκουγα από διάφορους, μοναχούς και λαϊκούς, ότι ο πατήρ Πορφύριος είναι άρρωστος και δε δέχεται να δει κανέναν. Πήγαν αρκετοί να τον δουν, αλλά δε τους δέ­χθηκε. Συνέχισα το ταξίδι μου, προσευχόμενος όσο μπορούσα, και κά­ποτε έφθασα στο κελλί που βρισκόταν ο γέροντας. Φώναξα και βγήκε ένας μελαχροινός μοναχός, γύρω στα τριάντα.
-  Δεν μπορεί να σε δεχτεί ο παππούλης, μου λέει. Είναι πολύ άρρωστος.
Σχεδόν αμέσως βγήκε και ένας άλλος μοναχός, μεγαλύτερης ηλι­κίας, και λυπημένος μου είπε τα ίδια.
-  Μόνο να πάρω την ευχή του, είπα.
Ενώ οι μοναχοί ευγενικά, αλλά σταθερά μου έκοβαν κάθε ελπίδα, ακούστηκε από μέσα ο π. Πορφύριος να φωνάζει να τον βοηθήσουν να βγει έξω. Πράγματι, σε λίγο φάνηκαν να κουβαλούν ένα γεροντάκι, που δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του και φαινόταν να πονά πολύ σε κάθε κίνηση που έκανε.
Με το που είδα το γεροντάκι, λαχτάρησε η καρδιά μου, και με πλημμύρισε μια χαρά, πολύ μεγάλη και πολύ ειρηνική. Αδιαφόρησα για την καρέκλα που μου προσέφεραν και πήγα και κάθισα στο χώμα δίπλα στα πόδια του. Ένοιωθα πολλή χαρά να βρίσκομαι δίπλα του, αλλά ταυτόχρονα και πολύ ανάξιος γι' αυτό, και έτσι αναπαυόμουν να κάθομαι σαν σκυλάκι κοντά στα πόδια του.
Οι μοναχοί δεν ήθελαν να με βλέπουν έτσι ταπεινωμένο και επέμε­ναν να με τιμήσουν, βάζοντάς με να κάτσω απέναντι στο γέροντα σε μια ίδια καρέκλα, θα ένοιωθα πολύ άσχημα, αν είχα το θράσος να κά­τσω μπροστά στο γέροντα, αλλά αυτοί επέμεναν. Ο Γέροντας που με καταλάβαινε απολύτως, μ' έσωσε από τη δύσκολη θέση.
- Αφήστε τον εδώ που είναι καλά, είπε, και σταμάτησαν τα διάφο­ρα κοινωνικά.
Ήμουν τόσο χαρούμενος, τόσο ειρηνικός, τόσο ασφαλής, σαν να βρι­σκόμουν στην αγκαλιά του Θεού, και όντως ήμουν με τις ευχές και τη Χάρη του παππούλη.
Ένοιωθα ότι ο γέροντας μ' αγαπούσε πολύ και με αγκάλιαζε όχι σωματικά, αλλά πνευματικά. Ένοιωθα μια τεράστια πνευματική δύναμη που υπήρχε σ' αυτό το ετοιμόρροπο σώμα. Ένοιωθα μια ανεξάντλητη και άπειρη ζωή να πηγάζει από αυτό το ετοιμοθάνατο σώμα και να έρχεται προς εμένα και να αναζωογονεί την ετοιμοθάνατη ψυχή μου.
Αυτός έσφυζε από πραγματική ζωή και εγώ ήμουν σχεδόν πεθαμένος από πνευματική ασιτία. Με πότιζε και με τάιζε πνευματικά, και εγώ λάμβανα με ευγνωμοσύνη και χαρά. Αυτό που γινόταν μεταξύ μας το καταλαβαίναμε πολύ καλά και οι δυο μας και τα λόγια ήταν περιττά.  
Συνέβαινε το οξύμωρο. Ο ετοιμοθάνατος σχεδόν γέρος να χαρίζει ζωή, βιολογική αλλά και πνευματική, στον 25χρονο νέο. Ο θάνατος του γέροντα έμοιαζε με απαλλαγή από το στραπατσαρισμένο σώμα και αρχή μιας πραγματικής, αληθινής, μεγάλης και αιώνιας ζωής, ενώ εγώ που είχα τόσες βιολογικές δυνάμεις, ήμουν τόσο απελπιστικά πνευματικά ετοιμοθάνατος και ποτιζόμουν και ανέθαλλα από τα δικά του νάματα.
Θυμάμαι ότι συζητήσαμε λίγο για την Ινδία. Μου είπε να προσέ­χω να μη με ξανακοροϊδέψει ο Διάβολος. Ήταν πολύ επικίνδυνα αυτά που πέρασα. Δεν χρειαζόντουσαν λόγια. Τον καταλάβαινα απ' αυτά που ζούσα στην παρουσία του. Λίγες προτάσεις ανταλλάξαμε, μα είχαν τόσο βάθος! Τον θυμάμαι με το μάλλινο σκουφάκι στο μεγάλο κεφάλι του, με το πρόσωπο να έχει μια έκφραση πόνου σωματικού, με το αδύναμο σώμα του να παραπαίει, τον θυμάμαι να κυριαρχεί, να βασιλεύει με ηρεμία, μεγαλοπρέπεια και απλότητα.
Η παρουσία του αποκάλυπτε το πραγματικό βάθος αυτού του κό­σμου και την πνευματική του διάσταση, αποδεικνύοντας την προσωρινό­τητα και τη φθαρτότητα της ύλης. Ήταν ένας πνευματικός βασιλιάς.
Εδώ δεν υπήρχαν ιδεολογικές συζητήσεις ή ορθολογιστικές αναλύ­σεις, εδώ δεν προσπαθούσαμε να ανακαλύψουμε ή να μαντέψουμε ή να συμπεράνουμε. Εδώ ζούσα το γεγονός της παρουσίας του πνευματικού κόσμου, εδώ ζούσα και συμμετείχα στην πνευματική διάσταση του κό­σμου. Δε μιλούσα για την χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν άκουγα για τη Χάρη του Χριστού. Τη ζούσα και χαιρόμουν.
-   Θα προσεύχομαι για σένα και έλα να με ξαναδείς, μου είπε ο γέ­ροντας.
Πήρα την ευχή του χαρούμενος και λυπημένος μαζί, χαιρέτησα και έφυγα.
Άρχισα να ανηφορίζω το μονοπάτι και η χαρά μου μεγάλωνε. Όχι μόνον η ψυχή μου, αλλά και το σώμα μου είχε αναζωογονηθεί και είχα αποκτήσει τόση δύναμη που ανέβαινα σχεδόν τρέχοντας στο πολύ απότομο και δύσκολο μονοπάτι. Δεν ήμουν μόνος. Ήταν και ο γέροντας μαζί μου. Δεν τον αισθανόμουν δίπλα μου. Ήταν μέσα μου, ή μάλλον εγώ ήμουν μέσα του. Όλες τις επόμενες μέρες είχα «παρέα» μου το γέροντα και η «παρουσία» του γλύκαινε, ομόρφαινε, βάθαινε και ειρήνευε όλες τις στιγμές μου.
Όταν τον ξαναείδα μετά από μερικές μέρες, με ρώτησε.
-  Ήμουν μαζί σου όλες αυτές τις μέρες, το καταλάβαινες;
Γεμάτος θαυμασμό απάντησα-
-  Πώς δεν το καταλάβαινα, γέροντα; εννοώντας. πώς ήταν δυνατόν να μην το καταλαβαίνω; Ένα τόσο έντονο βίωμα! Ήταν πιο εύκολο να μην παρατηρήσω τον ήλιο παρά αυτό!!!... Κι όλα γινόντουσαν μ' έναν τόσο φυσικό τρόπο και όλα ήταν τόσο πολύ πάνω από το φυσικό επίπεδο...
Το γέροντα τον ξαναείδα μετά από ένα χρόνο, όταν υπηρετούσα φα­ντάρος πια στην Αθήνα. Πήγαινα στη Μαλακάσα και τον έβλεπα συ­χνά. Πολλές φορές ένοιωθα τη χάρη του, πριν ακόμα φτάσω στο μονα­στήρι του. Η ευχή του με σκέπαζε και με γλύκαινε. Άλλοτε ένοιωθα αυτή την υπέρλογη ειρήνη, όταν με σταύρωνε. Μ' ένα θαυμαστό, παράδοξο τρόπο όλες οι ανάγκες μου, ακόμα και οι υλικές λύνονταν με έναν πολύ εύκολο... τρόπο.
Για παράδειγμα, υπήρχε συγκοινωνία για να πάω στο μοναστήρι, όχι όμως και να γυρίσω. Κάθε φορά ήταν ένα πρόβλημα και κινδύνευα να φάω φυλακή στο στρατόπεδο. Πάντοτε βρισκόταν κάποιο αυτοκίνητο που θα μ' έπαιρνε από το δρόμο για την Αθήνα και πολλές φορές με πήγαιναν μέχρι το στρατόπεδο. Εγώ εμπιστευόμουν τον εαυτό μου στην ευχή του γέροντα και αυτός με φρόντιζε. Ήταν άρρωστος, ξαπλω­μένος και σχεδόν ακίνητος στο κρεβάτι του.
Μιλάω για έναν επαρχιακό δρόμο, άδειο από αυτοκίνητα, ιδίως όταν βράδιαζε την ώρα που έπρεπε να γυρίσω. Γινόντουσαν πολλά με το γέροντα που δεν είναι εύκολα περιγράψιμα.
Αυτά και πολλά άλλα που γίνονταν σχεδόν καθημερινά, που τα έχω ξεχάσει τώρα, τα έλεγα στον πνευματικό μου, στο Άγιον Όρος. Με άκουγε χωρίς να σχολιάζει. Μου λέει κάποια φορά:
- Αφού αγαπάς τόσο πολύ τον π. Πορφύριο, γιατί δεν του λες να σου κάνει καλά το πόδι σου;
Είχα πρόβλημα στο δεξί μου γόνατο. Παλιότερα είχα ασχοληθεί συ­στηματικά με το καράτε. Από μία κλωτσιά που είχα αρπάξει είχα απο­κτήσει πρόβλημα. Είχε χαλαρώσει γενικά το δέσιμο του γονάτου, είχε πρηστεί και μάζευε υγρό, ενώ ένοιωθα κάτω από την επιγονατίδα σαν να είχε μπει μια μικρή πέτρα που με τσιμπούσε και δυσκόλευε την κίνηση στο γόνατο. Με τις ασκήσεις και τις πορείες στο στρατό η κατάσταση είχε επιδεινωθεί. Πήγαινα στο στρατιωτικό νοσοκομείο για εξετάσεις και ετοιμαζό­μουν για εγχείρηση. Μια που βρισκόμουν εκείνο το διάστημα στην Αθήνα, όπου είχε καλό νοσοκομείο, και θα έπαιρνα ένα μήνα αναρρωτική άδεια, είχα αποφασίσει να την κάνω την εγχείρηση. Συμφωνούσαν και οι γιατροί. Κάποια φορά λοιπόν που βρισκόμουν στον παππούλη, θυμήθηκα τα λόγια του πνευματικού μου.
-   Γέροντα, μου είπε ο πνευματικός να μου κάνετε καλά το γόνατο.
-   Ε... καλά... αφού το λέει ο πνευματικός.
Σήκωσε το αδύναμο χέρι του, καθώς ήταν ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι, έκανε το σημείο της ευλογίας και σταύρωσε το γόνατό μου. Αισθάνθηκα μια γλυκειά, ιλαρή δύναμη να χαϊδεύει και να πλημμυρί­ζει το γόνατο μέχρι το μεδούλι των οστών. Μια απορία και μια αναι­δής περιέργεια σφηνώθηκε στον νου μου. «Καλά, τί θα γίνουν τα μόρια του υγρού:... θα εξαφανισθούν; Πώς θα δράσει η ενέργεια του Θεού;» Αυτό το «επιστημονικό» ενδιαφέρον με έκανε να παρακολουθώ συνέχεια το γόνατό μου... Περπατούσα και το μυαλό μου ήταν στο γόνατο. Εκεί... Συζητούσα και το μυαλό μου ήταν στο γόνατο. Ήθελα να «πιάσω», να «ζήσω» τη στιγμή που θα ενεργούσε ο Θεός. Πέρασαν τρεις μέρες και το γόνατο δε γινόταν καλά... Άρχισα να έχω λογισμούς... Λες να μη γίνει τίποτα;... Άρχισα ν' αμφιβάλλω... Κάθε τόσο παρακο­λουθούσα το γόνατο. Τίποτα... Πονούσα... Το ενοχλητικό «πετραδάκι» ήταν εκεί. Κάποια στιγμή αγανάχτησα με τον εαυτό μου και τις αμφι­βολίες του και τον έβαλα μπροστά. «Άντε να χαθείς, χαμένε, που θέ­λεις και θαύματα. Είναι τα μούτρα σου για τέτοια πράγματα» και το ξέχασα το θέμα. Δεν ξανασχολήθηκα με το πόδι μου.
Θυμάμαι, το πρωί που ξύπνησα μέσα στο στρατιωτικό θάλαμο. Τε­ντώθηκα πάνω στο κρεβάτι. «Ρε συ», λέω στον εαυτό μου, «το πόδι έχει να σε ενοχλήσει πολύ καιρό». Κούνησα το πόδι μου και δεν κατάλαβα καμία ενόχληση. Σηκώθηκα και άρχισα να πηδώ επί τόπου. «Κανονι­κά» το πόδι μου θα με ενοχλούσε μετά από δύο-τρία πηδηματάκια. Τίποτα, καμία ενόχληση. Βγήκα έξω στην αυλή του στρατοπέδου και έτρεξα ένα «εκατοστάρι»... Τίποτα καμία ενόχληση... Μια χαρά με πλημμύρισε και δάκρυα ευγνωμοσύνης ανέβηκαν στα μάτια μου... Ώ­στε ο Θεός με θεράπευσε, τότε που έπαψα να πιστεύω ότι θα γίνω κα­λά... έτσι για να καταλάβω ότι ήταν «Θεού το δώρο» και όχι γέννημα της δικής μου πίστης, όπως θα έλεγαν οι Γιόγκι!... Άρχισα να προσέ­χω το πόδι μου τις επόμενες μέρες. Καμία ενόχληση. Πέρασαν πολλές μέρες. Καμία ενόχληση. Είχα γίνει καλά!!! Χωρίς εγχείρηση, χωρίς θόρυβο... στα κρυφά. Ιεροκρυφίως... όπως ενεργεί η Θεία Χάρις.
Δεν είχα αντιληφθεί τίποτα το περίεργο, καμία αλλαγή... όμως ήταν γεγονός. Ήμουν καλά.
Έχουν περάσει χρόνια από τότε και το πόδι μου ποτέ δε με ενό­χλησε. Η προγραμματισμένη εγχείρηση δεν έγινε ποτέ. Θα κουβαλάω πάνω στο σώμα μου μέχρι το θάνατό μου τη ζωντανή μαρτυρία ότι ο πατήρ Πορφύριος ήταν ένας Χαρισματούχος γέροντας, θα χαϊδεύω το γόνατό μου σε στιγμές ολιγοπιστίας και θα θυμάμαι την παντοδυναμία και τη γλυκύτατη ευσπλαγχνία του Θεού και των Αγίων του.
Έτσι η σωματική αυτή ευεργεσία θα μου γίνει πνευματικό στήριγ­μα και σεβάσμιο ενθύμιο από ένα σύγχρονο Άγιο της ορθόδοξης εκκλησίας μας. Πιστεύω ότι ο π. Πορφύριος θα με θυμάται και μένα καθώς θα πρεσβεύει στον Κύριο για τα πνευματικά του τέκνα. Ποτέ δεν υπήρξε πνευματικός μου ή γέροντάς μου, αν και με στήριξε κάποια πε­ρίοδο, αν και μου πρότεινε κάποτε να μείνω κοντά του. (Είχα όμως το γέροντά μου στο Άγιον Όρος και ήθελα να πάω κοντά του). Όμως τον αγάπησα και τον αισθάνομαι σαν πολύ αγαπητό μου πρόσωπο.
Είναι και ο δικός μου πατέρας, που δε θα με «παρίδη», όταν του ζη­τήσω βοήθεια και ας μην έχω το «δικαίωμα» όπως τ' άλλα πνευματι­κά του παιδιά
 https://www.impantokratoros.gr/4DF7BBCF.el.aspx

Gerontas Porphyrios
Aus dem Buch: Dionysios Farasiotis, Die Gurus, der junge Mann und Gerontas Paisios
Über die lebenden Schätze unserer orthodoxen Tradition besteht eine große Unkenntnis. Hinzu kommt eine intolerante und arrogante Haltung,  die ihre Herkunft einer systematischen und boshaften Manipulation verdankt und die bezweckt, die orthodoxen Christen mit allem Bösen der Welt „geschmückt“ darzustellen. Als dumm, fanatisch, beschränkt, ungebildet, komplexbeladen, furchtsam, kleinmütig, und andererseits und in krassem Gegensatz dazu als Heuchler, Hinterlistige, Intriganten, Profiteure, Schlauberger, Volksverführer, Lügner, „Wunder“-Macher und schädliche Ausbeuter des einfachen Volkes. Ein solches Bild ist in eine Welt geraten, die ohne konkreten Kontakt zu der lebendigen orthodoxen Kirche steht, der die lebenden Schätze der Orthodoxie, ihre Altväter, ihre Asketen und ihre Mönche, unbekannt geblieben sind,  und die folglich nicht imstande ist, sich objektives Urteil zu bilden. Die meisten akzeptieren dieses ohne Ausnahme von allen Zeitungen und den Massenmedien verbreitete entstellte Bild, ohne irgendeine Persönlichkeit der Kirche zu kennen, ohne es  überprüfen zu können und bleiben daher  bei diesem falschen Eindruck.
So etwas habe auch ich mitgemacht. Als ich zum ersten Mal in Kontakt mit der orthodoxen Lebensweise kam, bei meinem ersten Besuch auf dem Heiligen Berg, erlebte ich eine… Überraschung. Das Bild in meinem Kopf, die Meinung, die sich hier festgesetzt hatte, und das Leben, das ich in den Klöstern sah und woran ich teilnahm, befanden sich in einem krassen Gegensatz, schwarz-weiß. Es kostete mich wirklich Zeit, bis in mir die Frage auftauchte: „Wieso denn und in welchem Umfang habe  ich eine Meinung über Dinge, die mir unbekannt sind und womit ich mich nicht beschäftigt habe?“
Ich kannte keine Leute der Kirche, wo doch niemand von meinen Bekannten einen Kontakt zur Kirche hatte. Ich habe die Lehren der orthodoxen Kirche weder studiert, noch wusste ich etwas darüber. Trotzdem habe ich sie hartnäckig und unbesehen kurzerhand verurteilt. Ich war sehr ungerecht und dumm. Ich war ein Opfer der Falschinformation geworden, der heimtückischen Propaganda, die schleichend über Jahre hinweg Stück für Stück dieses niederträchtige und verlogene Bild in meinem Kopf aufgebaut hatte. Eines lebendigen  Kontaktes von drei Tagen mit dem Leben auf dem Heiligen Berg hatte es bedurft, um den langjährigen Prozess in Gang zu setzen, der dieses Bild umwälzte, das Zeitungen, Radio und Fernsehen geschaffen hatten. Es hatte der außerordentlichen und freudvollen Erfahrung bedurft, die Altväter der orthodoxen Kirche kennenzulernen, um das Lügennetz,  das meinen Verstand umstrickte und mich die Wirklichkeit nicht sehen ließ, zerreißen zu können.
Man hatte mir Lügenbilder aufgezwungen, ohne dass ich mir dieses Zwanges bewusst geworden wäre. Diese verlogenen Bilder führten mich zu einer Haltung zum Leben, zu einer Lebensart, die nur zur Katastrophe führen konnten, voll  von Angst und Qual.
Ich behaupte ja nicht, dass alle Christen… Heilige sind. Sie wollen es aber werden!! Ich behaupte nicht, dass die Christen keine… Fehler oder Bosheit haben. Sie versuchen aber, das abzulegen!! Und eben das tun die „anderen“, die Feinde der Kirche, nicht. Ich behaupte auch nicht, dass es keine Skandale im Raum der Kirche gibt, und wo gibt es sie nicht? Gibt es sie nicht bei den politischen Parteien, in den Unternehmen? Gibt es sie nicht beim Fußball,  in den Vereinen? Überall wo Menschen sind, gibt es sie und wird es sie geben. Das aber, was ich behaupte, ist, dass die Zeitungen und das Fernsehen nur über das Unschöne der Kirche berichten, was oft genug von ihnen aufbauscht wird und ebenso oft  reine Erfindung ist. Warum diese unfaire Haltung? Warum beharren sie bewusst auf diesem fragmentarischen, also verfälschten Bild?
Es gibt Altväter, die von einem Ende der Welt zum anderen bekannt geworden sind, von Mund zu Mund, ohne dass jemals eine Zeitung sich mit ihnen beschäftigt hätte oder Radio oder Fernsehen sie erwähnt hätten. Es gibt Altväter, um derentwillen Menschen aus Amerika, aus Australien, aus Deutschland, aus allen Teilen der Welt kommen, um sie zu sehen, um mit ihnen zu sprechen, um von ihnen Hilfe zu bekommen. Es gibt Tausende Menschen, die von den Wundern und Wohltaten, die sie persönlich von ihnen empfangen haben, erzählen, und sie berichten die Umstände freimütig in allen Einzelheiten und legen dankbar ihr persönliches Zeugnis ab.
Was ich aber behaupte, ist, dass es solche Altväter, solche Heilige, nirgendwo sonst gibt. Was ich behaupte, ist, dass das Schweigen, dem sich die Mächtigen dieser Welt beim Thema Orthodoxie und ihre Heiligen verschworen haben,  wie Rauch auflöst durch die Macht Gottes. Immer ist es so geschehen. Immer ist die Kirche bekämpft worden, sei es offen, sei es heimtückisch. Immer hat die Kirche am Ende triumphiert. So geschieht es seit 2000 Jahren. So wird es auch in Zukunft geschehen.
Denn so hat der süßeste Gottmensch, Jesus Christus, der einzig wahre Gott,  ihren triumphalen Weg durch die  Jahrhunderte  vorgezeichnet. „…auf diesen Felsen werde ich meine Kirche bauen und die Pforten der Hölle werden sie nicht überwältigen.“ (Matth. 16, 18).
Es gibt Menschen mit Fehlern in der Gesellschaft, es gibt sie auch in der Kirche. Gute Menschen gibt es in der Kirche,  es gibt sie auch in den politischen Parteien, in den religiösen Organisationen, in den Pseudo-Religionen und Pseudo-Philosophien. Auf der ganzen Welt gibt es gute Menschen, und zum Glück ist es so, denn sie werden Trost und Hilfe für ihre Umwelt.
Aber Heilige gibt es nirgendwo sonst als nur in der Orthodoxie.
Ein solcher Altvater war auch Vater Porphyrios. Ich lernte ihn kennen, als er in der Welt schon sehr bekannt war und sein Name voll Hochachtung von Mund zu Mund ging. Er lebte in seinen letzten Lebensjahren in der Nähe von Malakasa, ungefähr eine Stunde entfernt von Athen. Er baute an dem Ort, wo er lebte, ein Kloster. Jeden Tag kamen Menschen, die ihn sehen wollten, mit dem eigenen Wagen, mit Bussen oder mit  öffentlichen Verkehrsmitteln. Der Überlandbus machte sogar einen Extra-Halt  „Gerontas“ für die vielen, die  dort täglich aussteigen wollten.
Ich habe viele Menschen kennengelernt und aus ihrem Mund von den  wundertätigen Stärkungen gehört, die sie mit dem Segen des Altvaters erfuhren. Einer, der einen Tumor im Kopf hatte, kam zwei Tage vor  seiner Operation in England zum Gerontas, um seinen Segen zu erhalten. Der Gerontas bekreuzigte ihn und sagte ihm, er solle ein Bittgebet an die Allheilige Maria richten, damit sie den Tumor von ihm nehme. Zwei Tage später staunten die englischen Ärzte und mein Bekannter nicht wenig, als sie, trotz wiederholter Untersuchungen, den Tumor nicht mehr lokalisieren konnten; er war völlig verschwunden!!
Er reiste zurück, ohne die Operation gemacht zu haben, und lebt ganz  normal. Das gab den Anstoß dafür, dass er sich ganz von der hinduistischen Philosophie-Magie löste und ein echter und bewusster Christ wurde.
Ein anderer hatte Brustkrebs, der verschwand, als der Altvater betete und ihn über seiner Brust bekreuzigte. Dieser Mann kündigte seine Arbeit und widmete sein übriges Leben dem Dienste Christi, zumal  er unverheiratet und ohne Verpflichtungen  war.
Eine nahe Freundin brach sich die Halswirbel bei einem Autounfall. Die Röntgenaufnahmen zeigten die zertrümmerten Knochen  und die Ärzte sagten ihr, dass das niemals wieder gut werde. Nach mehreren Monaten, als die Lauferei zu den Krankenhäusern abgenommen hatte, wollte sie den Gerontas aufsuchen, um seinen Segen zu empfangen. Der Gerontas bekreuzigte sie und sagte ihr, sie könne den Halskragen, der ihren Kopf stützte, abnehmen!!! Daraufhin ließ das Mädchen neue Röntgenaufnahmen machen, die zeigten, dass alles in Ordnung war; dies zur größten Verblüffung der Ärzte, die, wie zum Besten gehalten, mal die alten und mal die neuen Aufnahmen betrachteten. Von da an legte sie den Halskragen ab. Es sind nun fünf Jahre vergangen, das Mädchen ist völlig in Ordnung und preist Gott und seine Heiligen.
Einem anderen meiner Freunde gab er genaue  Anweisungen, um in seinem Geburtsdorf, wohin er fahren sollte, an einer Stelle außerhalb des Dorfes etwas Bestimmtes zu suchen. Der Gerontas hatte niemals in seinem Leben seinen Fuß in diese Gegend gesetzt, aber er sprach, als ob er alles haargenau vor sich sähe! Er beschrieb meinem Freund die Felsen, die Bäume, bis er verstanden hatte, wo genau sich das alte Klösterchen befand, das, schon von Erde bedeckt, von allen im Dorf vergessen war.
Wirklich ging mein Freund hin, und alles war so, wie es der Gerontas beschrieben hatte.
Gerontas Porphyrios hatte viele Gnaden von Gott, und sicherlich haben jetzt nach seinem Tod viele, denen er geholfen hat, die empfangenen Wohltaten aufgezeichnet oder werden sie aufzeichnen, zum Ruhme Gottes und Seiner Heiligen.
Voll Hochachtung für das Gedächtnis des Gerontas lege auch ich hier mein persönliches Zeugnis nieder, denn ich bin gepeinigt und empört, wenn die Orthodoxie verleumdet und entstellt wird, und mit ihr die Heiligen und durch sie letztlich die Wahrheit und Gott. Ich fühle die Notwendigkeit, das den wohlmeinenden Menschen zu sagen und um der Wahrheit willen, die manche begraben wollen, weil sie ihnen nicht … passt, da sie ja ihr Leben und ihre Taten in Frage stellt.
Ich war soeben aus Indien zurückgekehrt. Ich war zum Heiligen Berg gefahren, wo ich für etliche Monate als Gast in der Hütte eines Hesychasten wohnte. Dort erfuhr ich, dass Vater Porphyrios, über den ich schon so vieles gehört hatte, auf den Heiligen Berg gekommen war, um eine Weile  in der Skite Kavsokalyvia  zu bleiben. Diese Skite ist eine der besonders abgelegenen auf dem Heiligen Berg. Sie liegt an einem steilen Hang des Athos, mit großen schroffen Felsbrocken und vereinzelt da und dort aus dem Granit herauswachsenden Bäumen. Die Bäume sind hoch und eindrucksvoll. An die dreißig Häuschen, in lockerem Abstand zueinander, umgeben von kleinen Gärten, sind oft alle zusammen vom Steinschlag bedroht. Beständig hört man einige Steine, wie sie hinab rollen. Manchmal richten sie auch ernste Schäden an den Bauwerken an. Ein abschüssiger, schroffer Fußweg endet an der Steilküste, wo das Schiff  schwer anlegt, und auch nur dann, wenn das Meer vollkommen ruhig ist.
Das Leben dort ist hart. Die Menschen leben bescheiden. Man muss auf vieles verzichten. Die notwendigen Transporte werden auf dem Rücken gemacht oder, bei vielen Dingen, mit einem Maulesel. Den Fußweg hinaufzusteigen, ist sehr schwer; folglich sind auch die Mönche dort abgehärtet und genügsam.
Zwei Tage brauchte ich für die Bergtour, bis ich ankam, und zwar mit Blasen an den Füßen. Mein Wunsch, Gerontas Porphyrios zu sehen, war so stark, dass ich im selben Moment, als ich von seiner Anwesenheit hörte, schon entschlossen war, hinzugehen, um ihn zu sehen. Ich begriff, dass er eine Art Gerontas für mich sein würde, und ich wollte die Heiligkeit auch bei einem anderen Menschen sehen, wollte sehen, wie sie wäre: Auf welche Weise  eine andere Person, ein anderer Charakter, denselben Gott in sich trug.
Zu jener Zeit war ich verwöhnt. Weil ich mich in Not befand (ich wurde von den Gurus geistig noch belästigt und mir passierten verschiedene dämonische Zeichen), schenkten mir die Altväter recht häufig verschiedene geistliche Gnaden, um mich zu heilen,  zu unterstützen und mir den Unterschied zwischen den beiden geistigen Zuständen verstehbar und erlebbar zu machen. Ich sollte einsehen, was die Gnade Gottes ist, was die authentische geistliche Wirklichkeit bedeutet, um sie von der dämonischen Energie zu unterscheiden. Damit ich nicht mehr von der trügerischen dämonischen Kraft getäuscht würde, die ich bis dahin als Ausdruck der Kraft höherer Menschen (der Gurus) wahrgenommen hatte  oder gar als göttliche Kraft.
Ich dürstete nach diesen geistlichen Gaben und suchte sie allenthalben. Unbewusst hegte ich die Hoffnung, dass auch Vater Porphyrios  mir etwas schenken würde.
Ich machte mich also auf die Reise. Unterwegs hörte ich immer wieder von verschiedenen Leuten, Mönchen und Laien, dass Vater Porphyrios krank sei und niemanden empfange. Etliche waren hingegangen, um ihn zu sehen und waren nicht empfangen worden. Ich setzte meine Reise fort, betend so viel ich konnte, und irgendwann kam ich an der Zelle an, wo sich der Gerontas befand. Ich rief und es kam ein schwarzhaariger Mönch um die dreißig heraus.
„Das Väterchen kann dich nicht empfangen“, sagte er, „er ist zu krank.“
Fast im selben Moment kam noch ein anderer älterer Mönch heraus und sagte mir betrübt dasselbe.
„Nur um seinen Segen zu empfangen“, sagte ich.
Während die Mönche höflich, aber unerbittlich mir jede Hoffnung nahmen, hörte man von innen Vater Porphyrios rufen, man solle ihm helfen, herauszukommen. Wahrhaftig, nach kurzem erschienen sie, trugen ein Väterchen, das nicht auf seinen eigenen Füssen zu stehen vermochte, und es war ihm anzusehen, dass jede Bewegung, die er machte, ihn heftig schmerzte.
Kaum dass ich das Väterchen sah, bebte meine Seele und mich überschwemmte eine Freude, die überaus groß und friedvoll war. Ich beachtete den Stuhl nicht, den man mir anbot, ich ging hin und setzte mich auf die Erde neben seine Füße. Ich spürte große Freude, bei ihm zu sein, und gleichzeitig fühlte ich mich dessen höchst unwürdig, und so war ich froh, wie ein Hündchen zu seinen Füßen zu sitzen.
Die Mönche mochten mich nicht so erniedrigt sehen und bestanden darauf, mir Achtung zu erweisen und wollten mich auf einen gleichen Stuhl dem Gerontas gegenüber setzen. Ich hätte mich aber sehr unwohl gefühlt, wenn ich die Dreistigkeit besessen hätte, vor dem Gerontas zu sitzen, doch sie ließen nicht locker. Der Gerontas, der mich vollkommen verstand, rettete mich aus der schwierigen Situation.
„Lasst ihn hier, wo es ihm gut geht“, sagte er, und sie hörten mit den gesellschaftlichen Förmlichkeiten  auf.
Ich war so froh, so friedlich, so sicher, als befände ich mich in den Armen Gottes, und ich war es ja tatsächlich durch die Gebete und die Gnade des Väterchens.
Ich spürte, dass der Gerontas mich sehr liebte und mich umarmte, nicht körperlich, sondern geistig. Ich spürte eine riesige geistige Kraft, die in diesem hinfälligen Körper war. Ich spürte ein unerschöpfliches und unendliches Leben, das aus diesem todesnahen Körper flutete und zu mir kam und meine todesnahe Seele wiederbelebte.
Er atmete aus wirklichem Leben und ich war fast tot aus geistlichem Hunger. Er tränkte und nährte mich geistig, und ich empfing mit Dankbarkeit und Freude. Was zwischen uns geschah, verstanden wir beide sehr gut und jedes Wort war überflüssig.
Ein Paradox fand statt: Der dem Tode nahe Greis schenkt dem fünfundzwanzigjährigen jungen Mann Leben, biologisch und geistig. Das Lebensende des Gerontas glich einer Befreiung vom strapazierten Körper und dem Beginn eines wirklichen, wahren, großen und ewigen Lebens, wohingegen ich, der ich doch über beträchtliche biologische Kräfte verfügte, verzweifelt nah dem geistigen Tod war und von seiner Quelle bewässert  wurde und  wieder erstarkte.
Ich erinnere mich, dass wir ein wenig über Indien sprachen. Er sagte mir, dass ich achtgeben muss, damit mich der Teufel nicht noch einmal zum Besten hält. Es war sehr gefährlich, was ich durchlebt hatte. Es waren keine Worte nötig. Ich verstand ihn durch das, was ich in seiner Gegenwart erlebte. Nur wenige Sätze wechselten wir, aber von welcher Tiefe! Ich erinnere mich an ihn, mit der Wollmütze auf dem großen Kopf, mit dem Gesichtsausdruck, der körperlichen Schmerz verriet, mit seinem schwachen, verfallenden Körper, ich erinnere mich, wie er wirkte, mit Ruhe, Herrlichkeit und Schlichtheit regierte.
Seine Gegenwart offenbarte die wirkliche Tiefe dieser Welt und ihre geistigen Ausmaße, zeigte die Vorläufigkeit und Vergänglichkeit der Materie. Er war ein geistiger König.
Es gab hier keine ideologischen Diskussionen oder rationale Analysen, wir versuchten hier nicht, etwas zu entdecken oder zu enträtseln oder zu  folgern. Hier erlebte ich die tatsächliche Anwesenheit der geistigen Welt, hier erlebte ich die geistige Dimension und nahm an ihr teil. Ich sprach nicht von der Gnade des Heiligen Geistes und hörte nicht von der Gnade Christi. Ich lebte sie und war froh.
„Ich werde für dich beten, und komm mich wieder besuchen“, sagte der Gerontas zu mir. Ich empfing seinen Segen froh und traurig zugleich, grüßte und ging.
Ich begann den Pfad bergan zu steigen und meine Freude vermehrte sich. Nicht nur meine Seele, sondern auch mein Körper war wiederbelebt und ich hatte eine solche Kraft bekommen, dass ich den sehr steilen und schwierigen  Pfad fast laufend hinaufging. Ich fühlte ihn nicht neben mir. Er war in mir, oder eher war ich in ihm. Alle Tage danach war meine „Gesellschaft“ der Gerontas und seine „Anwesenheit“ versüßte, verschönte, vertiefte und befriedete mir jeden Moment.
Als ich ihn nach mehreren Tagen wiedersah, fragte er mich: „Ich war in all diesen Tagen bei dir, hast du das verstanden?“
Ganz erstaunt antwortete ich: „Wie sollte ich das nicht verstanden haben, Geronta!“ und meinte damit, dass es einfach ganz unmöglich war, das nicht zu verstehen! So ein intensives Erlebnis! Es wäre einfacher, die Sonne nicht wahrzunehmen als das!!!… Und alles geschah auf eine solch natürliche Weise und lag so weit über der natürlichen Ebene…
Den Gerontas sah ich nach einem Jahr wieder, während ich meinen Militärdienst in Athen absolvierte. Ich fuhr nach Malakasa und besuchte ihn häufig.  Oft spürte ich seine Gnade, noch bevor ich an seinem Kloster ankam. Sein Segen schützte mich und machte mich mild. Damals empfand ich diesen unsäglichen Frieden, wenn er mich bekreuzigte. Auf wunderbare und paradoxe Weise lösten sich alle meine Bedürfnisse, sogar die materiellen, auf ganz einfache Art.
Zum Beispiel gab es eine Verkehrsverbindung zum Kloster hin, aber keine zurück. Jedes Mal war es ein Problem, und ich riskierte,  in der Garnison mit Ausgangssperre bestraft zu werden. Aber immer fand sich ein Auto, das mich nach Athen mitnahm, und oft brachte man mich sogar bis zur Kaserne. Ich vertraute mein Ich dem Segen des Gerontas an, und dieser sorgte für mich. Er war krank und lag fast unbeweglich auf seinem Bett.
Und ich spreche von einer sehr wenig befahrenen Landstraße, insbesondere am Abend zur Stunde, wo ich zurückmusste. Es geschah so vieles mit dem Gerontas, was man nicht leicht beschreiben kann.
Dies und vieles andere, was fast täglich passierte und ich mittlerweile vergessen habe, erzählte ich meinem Beichtvater auf dem Heiligen Berg. Er hörte mir kommentarlos zu. Einmal sagte er zu mir:
„Wo du doch Vater Porphyrios so sehr liebst, warum bittest du ihn eigentlich nicht, dein Bein wieder gesund zu machen?“
Ich hatte ein Problem mit dem rechten Knie. Früher war ich regelmäßig zum Karatetraining gegangen. Ein Tritt aber, den ich einstecken musste, hatte zu einer andauernden Behinderung geführt. Das Gelenk hatte sich gelockert, das Knie war dick geworden und es sammelte sich Flüssigkeit, während ich unterhalb dieser Stelle das Gefühl hatte, als ob ein Steinchen eingedrungen wäre, das mich zwickte und die Beweglichkeit des Knies beeinträchtigte. Mit den Übungen und den Märschen beim Militär hatte sich die Sache verschlimmert. Ich ging zum  Militärkrankenhaus, um untersucht zu werden und bereitete mich auf eine Operation vor. Da ich jetzt nun mal in Athen war, wo es ein gutes Krankenhaus gab, und ich einen Monat Krankenurlaub bekommen würde, war ich entschlossen, die Operation machen zu lassen. Auch die Ärzte waren dafür. Einmal, als ich beim Väterchen war, erinnerte ich mich an die Worte meines Beichtvaters.
„Geronta, mein Beichtvater hat mir gesagt, Sie könnten mein Knie wieder gut machen.“
„E … gut … wenn es der Beichtvater sagt.“
Er hob, während er auf seinem Bett lag, seine kraftlose Hand, machte das Segenszeichen und bekreuzigte mein Knie. Ich empfand eine süße, heitere Kraft, die mein Knie bis ins Knochenmark streichelte und umflutete.  Zweifel und eine unverschämte Neugier bedrängten meinen Verstand. „Gut, und was passiert mit den Zellen der Flüssigkeit …. werden sie verschwinden? Wie wird die Energie Gottes wirken?“ Dieses „wissenschaftliche“ Interesse ließ mich andauernd mein Knie beobachten… Ich ging und mein Verstand war beim Knie.  Dort…  Ich diskutierte und mein Verstand war beim Knie. Ich wollte den Moment „einfangen“, wollte es „erleben“, wenn Gott eingriff. So vergingen drei Tage und mein Knie wurde nicht gut… Ich fing an mir Gedanken zu machen… Ob da wohl was draus wird? … Ich fing an zu zweifeln … Immerzu beobachtete ich das Knie. Nichts … Es tat mir weh … Das störende „Steinchen“ war da. Irgendwann empörte ich mich gegen mich selbst und gegen meine Zweifel und brachte mich auf Vordermann. „Gib‘ s doch auf, du Versager, jetzt willst du auch noch Wunder haben. Ausgerechnet du bist für solche Sachen!“ und ich vergaß es. Ich hörte einfach auf, mich mit meinem Bein zu beschäftigen.
Ich erinnere mich an den Morgen, als ich im Schlafsaal der Kaserne wach wurde. Ich streckte mich auf dem Bett aus. „He, du“, sagte ich zu mir, „dein Bein hat dich seit langem nicht mehr gestört.“ Ich bewegte das Bein und empfand nichts Unangenehmes. Ich stand auf und begann auf der Stelle zu springen. „Normalerweise“ hätte sich mein Bein nach zwei, drei Sprüngen gemeldet. Nichts, keine Störung. Ich ging hinaus auf den Kasernenhof und machte einen Hundertmeterlauf… Nichts, keine Störung…  Freude überflutete mich und Tränen der Dankbarkeit traten mir in die Augen… Also hat Gott mich geheilt, als ich aufhörte zu glauben, dass ich geheilt würde… damit ich verstand, dass es ein „Geschenk Gottes“ war und nicht das Erzeugnis meines eigenen Glaubens, wie es die Yogis sagten! ... Ich begann mein Bein in den folgenden Tagen zu beobachten. Keinerlei Störung. Es vergingen viele Tage. Keine Störung. Ich war geheilt!!! Ohne Operation, ohne Aufsehen… im Verborgenen. Unmerklich… wie die Gnade Gottes wirkt.
Ich hatte nichts Seltsames wahrgenommen, keine Veränderung… doch es war eine Tatsache. Ich war wieder in Ordnung.
Jahre sind seither vergangen und mein Bein hat mich nie wieder gestört. Die geplante Operation hat nie stattgefunden. Ich werde bis an mein Lebensende an meinem Körper das lebende Zeugnis tragen, dass Vater Porphyrios ein begnadeter Gerontas war, ich werde mein Knie streicheln in Momenten der Kleingläubigkeit und mich an die Allmacht und das süßeste Erbarmen Gottes und Seiner Heiligen erinnern.
So wird mir diese körperliche Wohltat zur geistlichen Unterstützung werden und ein ehrwürdiges Andenken von einem zeitgenössischen Heiligen unserer orthodoxen Kirche sein. Ich glaube, dass Vater Porphyrios  sich auch meiner erinnern wird, wenn er beim Herrn für seine geistlichen Kinder bittet. Er war nie mein Beichtvater oder mein Gerontas, wenn er mich auch eine Zeitlang unterstützt hat, wenn er mir auch einmal vorgeschlagen hat, bei ihm zu bleiben. (Ich hatte aber meinen Gerontas auf dem Heiligen Berg und wollte zu ihm gehen).  Aber ich liebte ihn und empfinde  ihn als eine mir sehr teure Person.
Er ist auch mein Vater, der mich nicht „verwirft“, wenn ich ihn um seine Hilfe bitte, auch wenn ich kein „Anrecht“ darauf habe wie seine anderen geistlichen Kinder. 
 Übersetzung: Marion Alipranti-Conrad, Universität Athen
Heiliges Kloster Pantokratoros
 https://www.impantokratoros.gr/gerontas-porfyrios.de.aspx