ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

Συγκλονιστικός διάλογος άθεου επιστήμονα με ιερέα (A surprising dialogue between an atheist scientist and a priest)

π. Ραφαήλ Καρέλιν, 

κληρικού της ρωσικής Εκκλησίας

Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου

Ένας Ιερέας καθόταν στο κελί του και ξεχώριζε την αλληλογραφία του. Ξαφνικά χωρίς την συνηθισμένη προσευχή μπήκε η νεωκόρος και ψιθύρισε πολύ έντονα σαν να έλεγε κάποιο μυστικό νέο το οποίο δεν θα 'πρεπε να ακούσει κάνεις: «Κάποιος άγνωστος φαίνεται από τους άρχοντες θέλει να σας μιλήσει. Δεν τον έχω ξαναδεί ούτε σε σας, ούτε στο ναό. Μάλλον είναι περαστικός». «Άφησέ τον να μπει», είπε ο ιερέας.


Μέσα στο κελί μπήκε ένας ψηλός άνδρας με ίσια κορμοστασιά που θύμιζε πρώην στρατιωτικό. Ήταν άψογα αλλά σεμνά ντυμένος. Φαινόταν σαν να ήταν σιδερωμένος μαζί με το κοστούμι του πριν βγει από το σπίτι.
Ο ξένος κοίταξε ερευνητικά το δωμάτιο σαν να ήθελε να καταλάβει από την επίπλωση το πνεύμα και τον χαρακτήρα του κατόχου. Μετά χαιρέτησε, έβγαλε το καπέλο του και σταμάτησε στην πόρτα εν αναμονή για την πρόσκληση από τον ιερέα να καθίσει.

Μπορούσε κανείς να διακρίνει την αριστοκρατική παιδεία μέσα στον ξένο. Παιδεία που δημιουργείται και καλλιεργείται από γενεά σε γενεά και κληρονομείται σαν το οικόσημο. Πάρα τα χρόνια του θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν όμορφος αλλά ήταν η κρύα ομορφιά του αγάλματος, ανυπάκουη στον χρόνο και στην ζεστασιά του ήλιου.

Ο ιερέας του υπέδειξε την παλιά ξεθωριασμένη πολυθρόνα προορισμένη για τους επισκέπτες και είπε: «Παρακαλώ, καθίστε. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»



Ο επισκέπτης κάθισε ακουμπώντας ελαφρά τα χέρια του στην πολυθρόνα. Δεν άρχισε να μιλάει αμέσως και έτσι ο ιερέας πρόλαβε να τον εξετάσει με το βλέμμα. Αισθανόταν ότι αυτός ο άνθρωπος γνωρίζει την αξία του και είναι συνηθισμένος να εξουσιάζει τους ανθρώπους με «σιδερένιο χέρι μέσα στο βελούδινο γάντι». Οι τρόποι του ήταν κομψοί και συγκρατημένοι και στο πρόσωπο ξεχώριζε η έμφυτη ευγένεια.
 
Φαίνεται ότι ήταν από κάποιο παλιό αριστοκρατικό γένος και σταγόνες από αίμα των Ριούρικ κυλούσαν στις φλέβες του. Μόνο τα σβησμένα γυάλινα μάτια του ήταν σε δυσαρμονία με ολόκληρη εικόνα – σαν να ήταν σκεπασμένα με σκοτεινό πέπλο και έκρυβαν κάποιο μυστικό της ψυχής του. Η ματιά που έριχνε ο επισκέπτης φαινόταν στον ιερέα να μοιάζει με χτύπημα ξίφους γρήγορο και απότομο, αλλά πολύ γρήγορα έσβηνε έχανε ζωντάνια και ο ιερέας έβλεπε μπροστά του δύο κόγχες (κρανίου).
 
- Ποιο είναι το πρόβλημα που σας έφερε στο ταπεινό μου κελί- ρώτησε ο ιερέας – θα χαρώ πολύ αν καταφέρω να βοηθήσω.
 
- Έχω κάτι μεγαλύτερο από ένα πρόβλημα – απάντησε ο επισκέπτης – έχω την αίσθηση ότι είμαι στην θηλιά και ταλαντεύομαι ανάμεσα από την ζωή και τον θάνατο. Με βασανίζει ο φόβος που μπήκε στην καρδιά μου εδώ και πολλά χρόνια. Είναι ο φόβος ότι μήπως και πράγματι ο Θεός υπάρχει. Η σκέψη ότι απαρνήθηκα Τον Ζωντανό Θεό με ακολουθεί σαν φάντασμα που εκδικείται για την πατροκτονία.
Γεννήθηκα σε οικογένεια όπου η πίστη ήταν μόνο εξωτερική παράδοση που μοιάζει με κουφό (μουντό) μακρινό ήχο της καμπάνιας που έρχεται από το βάθος του χρόνου – συνέχιζε ο επισκέπτης. Το θέμα της θρησκείας ποτέ δεν με ενδιέφερε. Από τα νεανικά χρόνια πίστευα ότι το πρόβλημα είναι λυμένο άνευ όρων και τετελεσμένα…
Ο Νίτσε (βλάσφημος θεομάχος) έχει ένα περίεργο διήγημα για έναν τρελό που έτρεχε στους δρόμους και φώναζε: «Ο Θεός πέθανε! Τον σκοτώσατε!» Ο τρελός θρηνούσε το θάνατο του Θεού και κανένας δεν μπορούσε να τον παρηγορήσει. Για εμένα αυτό το διήγημα ήταν αλληγορικό – ο τρελός θρηνούσε την τρέλα του.
Δεν είχα ποτέ παρόμοια συναισθήματα. Μου φαίνεται ότι γεννήθηκα ήδη άθεος. Όμως μια φορά είχα έναν εφιάλτη: ονειρευόμουν ότι ήμουν μέσα σε ένα ακυβέρνητο διαστημόπλοιο και ξέρω ότι ποτέ πια δεν θα μπορέσω να επιστρέψω ότι χάθηκα στο απέραντο διάστημα ανάμεσα από αστέρια-γίγαντες από φωτιά και πάγο.
Το διάστημα έγινε η δική μου παγίδα, λαβύρινθος χωρίς διέξοδο. Αισθανόμουν την θανατηφόρο παγωνιά και την αίσθηση απέραντης φρίκης ακόμα και όταν ξύπνησα. Για πολύ καιρό θυμόμουνα την εικόνα του διαστημόπλοιου που απομακρύνεται από την γη η οποία αρχίζει να μετατρέπεται σε μια φωτεινή κουκίδα.
Τα πιο σημαντικά πράγματα στην ζωή μου ήταν τα ανώτερα μαθηματικά και η φυσική που έγιναν και επάγγελμα μου. Εδώ είχα πολλές και γρήγορες επιτυχίες. Πολύ νέος είχα όλους τους ανώτερους επιστημονικούς τίτλους και ήμουν αρχηγός ενός πολύ μεγάλου ερευνητικού ιδρύματος. Δεύτερή μου αγάπη ήταν η λογοτεχνία που μου εμφύτευσαν οι γονείς.
Έτσι πέρασαν πολλά ξένοιαστα χρόνια αλλά μετά συνέβη κάτι το απρόσμενο κι ακατανόητο. Σαν να άρχισε να τρέμει και να αγωνιά η γη κάτω από τα πόδια μου. Μια έμμονη σκέψη με πήρε στο κατόπι «Αν ο Θεός εν τέλει υπάρχει»! Δεν έβρισκα πουθενά την απάντηση. Οι εξισώσεις ήταν άφωνες και η λογοτεχνία που η απασχόληση της ήταν τα συναισθήματα και πάθη δεν μπορούσε να δώσει λύση σε οντολογικά προβλήματα.
Με την εμφάνιση των πρώτων ανησυχιών σε σχέση με την ύπαρξη του Θεού άρχισα να διαβάζω αντιθρησκευτική λογοτεχνία για να στηρίξω την απιστία μου μα αυτό μόνο με απογοήτευσε. Διάβασα τον Μπάουερ, τον Ρενάν, τον Καούτσκι όμως βαρέθηκα γρήγορα. Δεν μπορούσαν να βγάλουν καμία άκρη ήταν απλώς «φτυσίματα στον ουρανό». Απορούσα – «Πώς μπορούσαν οι διανοούμενοι μας να καταπίνουν τέτοια διαβάσματα;» Δεν εννοούσα τον αθεϊσμό διότι παραμένω και είμαι άθεος αλλά τις λυπητερές απολογίες του.

Μετά καταπιάστηκα με την φιλοσοφία αλλά και εκεί δεν έβρισκα αποδείξεις, οι λογικές συρραφές δεν ήταν γερές. Όλα αυτά τα συγγράμματα μού φαινόντουσαν σαν πύργοι χωρίς θεμέλια κρεμασμένοι στον αέρα… Περνούσαν ολόκληρες νύχτες διαβάζοντας τα υπέρ πολύπλοκα βιβλία της φυσικής και μαθηματικής θεωρίας αλλά ούτε εκεί δεν έβρισκα απάντηση. 
Όχι σπάνια οι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν την λέξη «θεός» αλλά ήταν θεός που δεν άρχιζε από κεφαλαίο γράμμα. Θεός σαν δυνατότητα των αριθμών, αρχική ουσία του κόσμου, νοερουσία του σύμπαντος, αρχή της πανσυμπαντικής αρμονίας, κάποιος πρωτόγονος νους και λογική του σύμπαντος αλλά και αυτά παρέμεναν χωρίς αποδείξεις.
Με έχουν παρασύρει αυτά τα συγγράμματα γιατί μου άρεσε το θάρρος της ανθρώπινης σκέψης που προσπαθούσε να πιάσει την αρχή και το τέλος της κοσμογονίας μου άρεσε η διαστημική κλίμακα των υποθέσεων που έμοιαζαν με τρέλα. Πρέπει να πω ότι πάντα θαύμαζα την ομορφιά των μαθηματικών. Για μένα ήταν ποίηση όπου οι αριθμοί ακούγονται σαν ρυθμοί και ομοιοκαταληξίες και δημιουργούν στίχους και στροφές. Που οι εξισώσεις τραγουδάνε σαν χορδές του βιολιού και μαθηματικοί υπολογισμοί λάμπουν σαν αστερισμοί στον νυχτερινό ουρανό. 
 

Ο Αϊνστάιν ήταν για μένα ο Ντοστογιέφσκι της φυσικής και ο Λομπατσεφσκί – Χλέμπνικωφ της γεωμετρίας. Όμως έπιανα τον εαυτό μου πάνω στην σκέψη ότι είμαι μαγεμένος με το παιχνίδι του μυαλού, ότι βρίσκομαι πίσω από την επιφάνεια του καθρέφτη και γυρνάω μέσα στο χορό μαζί με ύπουλες σκιές της αλήθειας. Σκεφτόμουν ότι αυτός ο θαυμασμός είναι ένα είδος διανοητικής τοξικομανίας μια απόπειρα να πνίξουν τον φόβο εμπρός στην πιθανότητα ύπαρξης του Θεού.
 
- Ήρθατε σ' εμένα – είπε ο ιερέας – για να βεβαιωθείτε για ακόμα μια φορά ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις για την πίστη και να καθησυχάσετε τον εαυτό σας με την ήττα μου; Εγώ όμως θα σας πω κάτι τελείως διαφορετικό: εάν μπορούσα να αποδείξω την ύπαρξη του Θεού αυτό θα αποδείκνυε την ανυπαρξία του Θεού, τουλάχιστον για μένα.
- Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνουν τα λόγια σας, – ρώτησε ο επισκέπτης,- φυγή από την απάντηση, ένα παράδοξο ρητό στο στυλ του Όσκαρ Ουάιλντ, η θέση της διαλεκτικής του Χέγκελ για την ομοιότητα των αντιθέτων; Ο ιερέας π. Ραφαήλ Καρέλιν, απάντησε:


- Θα ήθελα πρώτα να σημειώσω ότι η θέση για τις ομοιότητες ανάμεσα στα αντίθετα δεν είναι του βερολινέζου καθηγητή αλλά στην πραγματικότητα η αποκρυφιστική διδασκαλία των ιερέων της Εφέσου, μυσταγωγία και μυστήριό τους. Πρώτος που το ανέβασε στην φιλοσοφική στοά από το υπόγειο του ναού της Αρτέμιδος ήταν ο Ηράκλειτος – απόγονος των ιερέων της Εφέσου ο οποίος αντάλλαξε την μύηση του ιεροφάντη με την κάπα του φιλοσόφου. Αυτή η διδασκαλία δηλώνει ότι το καλό και το κακό, φως και σκότος, πληρότητα και μηδέν, ναι και όχι, Θεός και διάβολος είναι ενωμένοι. Οι μαρξιστές λένε ότι αυτή η ομοιότητα είναι η ψυχή της “διαλεκτικής”. Συνεπώς μπορούμε να πούμε ότι ο Χεγκελισμός και ο Μαρξισμός έχουν αποκρυφιστική βάση και δαιμονική πλευρά. Το μυστήριο της διαλεκτικής είναι αιματηρή φλόγα και εκατόμβες των επαναστάσεων.
Τώρα θα προσπαθήσω να απαντήσω στην ερώτηση σας, – συνέχισε ο ιερέας. – Εάν οι συνειδητές μου αντιλήψεις που αποτελούνται από κάποιες γνώσεις που αποκόμισα στην διάρκεια μερικών δεκαετιών, μπορούσαν να χωρέσουν, να ορίσουν και να κατανοήσουν το Απόλυτο. Τι ασήμαντο και λυπητερό θα ‘πρεπε να είναι αυτό το όν που μπορεί και χωράει μέσα στον τόσο περιορισμένο και ατελή δικό μου νου! Σκεφτείτε τι σημαίνει η λέξη «πίστη»; Πίστη είναι η περιοχή του μυστηρίου. Όπου υπάρχουν αποδείξεις δεν υπάρχει πίστη. Εκεί στην θέση της πίστης μένει η γνώση, η Αποκάλυψη αντικαθίσταται με την λογική, δόγματα – με συλλογισμούς, μεταφυσική – με φυσική, μυστική – με επίπεδες έννοιες. Το οφθαλμοφανές πια δεν είναι η πίστη αλλά η καταγραφή γεγονότων.
- Εσείς λέτε ότι η πίστη δεν έχει αποδείξεις,- διαφώνησε ο επισκέπτης,- τότε σε τι να πιστεύουμε: στο απόλυτο σκοτάδι του σκεπτικισμού, όπου είναι οι συνεχόμενες αρνήσεις που φτάνουν μέχρι άρνηση της ίδιας της άρνησης, όπως στον Σέξτο Εμπειρικό;
- Η Πίστη έχει αναμφίβολες και αναμφισβήτητες αποδείξεις διαφορετικού χαρακτήρα,- απάντησε ο ιερέας. Είναι η διαισθητική διείσδυση στον υπέρ λογικό άυλο κόσμο, επικοινωνία του ανθρώπου (ως περιορισμένης προσωπικότητας) με Τον Θεό (Απόλυτης Προσωπικότητας), είναι η πραγματική μυστηριακή εμπειρία η οποία αποκτιέται από άμεση επαφή με τον πνευματικό κόσμο, είναι εσωτερική αίσθηση της ψυχής, η υποκειμενική γνώση που θα την έλεγα και οικεία (ιδιαίτερη). Εδώ γίνεται κοινωνία με την Θεία Χάρη που στην δική σας γλώσσα λέγεται – ενέργειες ανωτέρας φύσεως.
Στην κοινωνία με τον Θεό αλλάζει ο ίδιος άνθρωπος, ως υποκείμενο γνώσης και ο πνευματικός του ορίζοντας διευρύνεται αμέτρητα. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι πιο βαθιά από την λογική του και η γνώση καταλαμβάνει την σφαίρα των συναισθημάτων όπου η Διάχυτη Αγάπη είναι μια από τις βασικές δυνάμεις κατανοήσεως που ενώνει το Άπειρο με το περιορισμένο, Τον Ζωντανό Θεό με τον άνθρωπο.
- Ομολογώ ότι αιφνιδιάστηκα, – είπε ο επισκέπτης,- θα σκεφτώ αυτά που μου είπατε αλλά χρειάζομαι χρόνο γι’ αυτό. Πρόσφατα είχα μια συζήτηση με έναν συνάδελφό σας τον οποίο μπορώ να χαρακτηρίσω ως «διανοούμενο στο ράσο». Άρχισε να μου αποδεικνύει την ύπαρξη του Θεού βασίζοντας στην θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν και στην μηχανική των κβάντα του Γκαίνσμπεργκ. Είχε πολύ ενθουσιώδη και νικηφόρο τόνο και σήκωνε ακόμα και το δάχτυλό του σαν δάσκαλος. 



Μπερδευόταν και έκανε λάθη συνέχεια προσπαθώντας να μου εξηγήσει τον Αϊνστάιν σαν να ήμουν μαθητής, χωρίς να υποψιαστεί ότι τα μαθηματικά και η φυσική είναι το επάγγελμα μου. Τον λυπόμουν πραγματικά. Ύστερα του έγραψα ένα γράμμα όπου έκανα προσπάθεια να του εξηγήσω πόσο άσχημα γνωρίζει την θεωρία της σχετικότητας και τον συμβούλεψα να μην ασχολείται άλλο με τον Αϊνστάιν για να μην πνιγεί μέσα στις ΅«σχετικότητες». Πολύ σύντομα έλαβα την απάντησή του όπου με ευχαριστούσε για τις, κατά την γνώμη του, πολύ εποικοδομητικές παρατηρήσεις.


Ο επισκέπτης κοίταξε το ρολόι του και είπε:

- Επιτρέψτε μου να σας κάνω και άλλη μια ερώτηση: γιατί δεν φανερώνεται ο Θεός στον κόσμο, για να σβήσει οποιεσδήποτε αμφιβολίες σχετικές με την ύπαρξη Του για να Τον βλέπουμε σαν τον ήλιο ή τα αστέρια; Θα είχαν εξαφανιστεί πολλά προβλήματα και η ζωή θα ήταν πιο απλή.
- Ο Θεός κρύβει το πρόσωπό Του στα νέφη για να μην στερήσει στον άνθρωπο την δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στην πίστη και απιστία και να επιτρέψει στον άνθρωπο να λύσει το υπαρξιακό πρόβλημα αυτόνομα, -απάντησε ο ιερέας. Αν δεν υπήρχε τέτοια επιλογή τότε η πίστη σαν ελεύθερη πράξη της ψυχής δεν θα μπορούσε να υπάρχει και στην θέση της θα έμπαινε το ηθικά αδιάφορο ολοφάνερο. 


Ο Θεός δεν μας έβαλε μπροστά στο αναπόφευκτο γεγονός της ύπαρξης Του. Ήθελε να είναι ο εσωτερικός παράγοντας της ανθρώπινης ψυχής. Θέλει να Τον ψάχνουμε με την ελεύθερή μας βούληση, να προσελκυόμαστε σ’ Αυτόν, να διψάμε γι’ Αυτόν. Θέλει να είναι η αγάπη της καρδιάς μας και όχι το αποτέλεσμα μιας λογικής μας ανάλυσης.
Ο Θεός μας έδωσε την δυνατότητα της προσωπικής επαφής μαζί Του – το πιο άξιο και ανώτερο που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα από τον Δημιουργό και το δημιούργημα. Την σχέση του Θεού με το κόσμο μπορούμε να δούμε σαν την σχέση του μάστορα και του προϊόντος. Αλλά ο άνθρωπος δεν είναι προϊόν είναι η αντανάκλαση του Θεού στην γη.


Αν ο άνθρωπος δεν είχε την ελεύθερη βούληση τότε δεν θα ήταν εικόνα του Θεού. Χωρίς την ελευθερία δεν υφίσταται η ύπαρξη του καλού υπάρχει αναγκαιότητα. Χωρίς προσωπική ελευθερία δεν υπάρχει αγάπη και χωρίς την πνευματική αγάπη δεν μπορεί να υπάρχει η θέωση σαν ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Πιστεύω θα συμφωνήσετε ότι ακόμα και ο πιο δυστυχής άνθρωπος δεν θα ήθελε να ανταλλάξει την θέση του με ένα ευτυχισμένο ζώο.
- Πράγματι,- χαμογέλασε ο ξένος, – παρά τα βάσανά μου δεν θα ήθελα να μεταμορφωθώ σε ένα γάιδαρο χωρίς βάσανα και ικανοποιημένο από την ζωή του! Τι θα μπορούσατε να με συμβουλέψετε αν και δεν υπόσχομαι ότι θα εκπληρώσω την συμβουλή σας; Ο ιερέας απάντησε:
- Μου φαίνεται ότι η δική σας άρνηση του Θεού στην πραγματικότητα είναι κρυφή και βαθιά αποθυμία (νοσταλγία) για τον Θεό την οποία την αισθάνεστε σαν πόνο που δεν μπορείτε να καταλάβετε από που προέρχεται. Η καρδιά σας θρηνεί την μοναξιά της σαν το μωρό στην κούνια του που θρηνεί για την ζεστασιά της μητέρας. Και ο νους σας είναι πετρωμένος μέσα στην υπερηφάνεια του, γοητευμένος από την νεκρή λάμψη του Εωσφόρου, αντιστεκόμενος στην καρδιά απαντάει (στην καρδιά): «Σώπασε και άσε με στα χέρια του κακού δαίμονα της ζωής μου, δεν θέλω ούτε τον Θεό ούτε καμία άλλη δύναμη να μ’ εξουσιάζει. Για ποια αιώνια ζωή μου μιλάς; Το μέλλον του σύμπαντος είναι μαύρη διαστημική τρύπα όπου σαν σκιές θα εξαφανιστούν οι κόσμοι και θα εξαφανιστεί η ίδια η ύλη, θα τελειώσει ο χρόνος αλλά δεν θα έρθει η αιωνιότητα. Θα γίνει η αποκορύφωση του σύμπαντος που είναι το μέγα Τίποτα».

Ο επισκέπτης απόρησε και είπε:

- Δηλαδή κρυφακούγατε τον διάλογο μου με τον εαυτό μου; Ή σας φανερώθηκαν τα όνειρα μου;

- Όχι, απλώς γνωρίζω πολύ λίγο την εσχατολογία του αθεϊσμού, – απάντησε ο ιερέας, – είναι σατανικό μυστήριο γενικού χαμού. Και σαν συμβουλή σας ζητώ να αποσυνδέεστε από την ροή των σκέψεών σας τουλάχιστον μια φορά την ημέρα και από καρδιά να λέτε: «Θεέ, εάν είσαι υπαρκτός, φανέρωσε Τον Εαυτό Σου σ’ εμένα. Χωρίς Εσένα δεν μπορώ να Σε βρω!».
Ο επισκέπτης ευχαρίστησε τον ιερέα για την συζήτηση αποχαιρέτησε και βγήκε έξω. Από πουθενά ξεφύτρωσε ένα αυτοκίνητο, ο οδηγός γρήγορα άνοιξε την πόρτα και με σεβασμό κάθιζε τον επισκέπτη μέσα σαν τον πρίγκιπα στην άμαξα. Την επόμενη στιγμή το αυτοκίνητο εξαφανίστηκε στην στροφή.
π. Ραφαήλ Καρέλιν

Πηγή: Μεταφρασμένος από τον Ρώσο πνευματικό αδελφό μας και φίλο του blog «ΗΓΓΙΚΕΝ», Kyrilloff Alexei. Επιμέλεια δημοσίευσης www.sophia-ntrekou.gr. English rendition by K. N. (In Ehglish www.oodegr.com)

A surprising dialogue between an
atheist scientist and a priest




The priest was sitting in his cell going through his correspondence, when suddenly, without the traditional prayer-request at the door before entering a cell, the sacristan entered and whispered with an intense tone of voice, as though conveying a secret piece of news that no-one else was supposed to hear: 
"There's a certain stranger here, probably a statesman, who wants to speak with you. I have never seen him before, either here at your cell, or at the church. He is probably just a passer-by..."

"Tell him to come in", said the priest.

A tall, straight-backed figure reminiscent of an ex-military man entered the cell. He was dressed immaculately yet respectably - he looked as though he had been ironed together with his suit before leaving home. The stranger glanced around the room as though trying to fathom the spirit and the character of the resident from the furnishings. He then greeted the priest, took off his hat, and remained standing at the door, waiting for the priest's invitation to come in and sit down. One could discern the stranger's aristocratic education - an education that is born and cultivated from generation to generation and inherited - much like a coat of arms. Despite his years, one could say he was handsome, but it was the cold handsomeness of a statue that is not obeisant to Time and the warmth of the sun.
The priest pointed him to the old, faded armchair that was reserved for visitors, and said:

"Please, sit down. How can I be of service to you?"

The visitor sat down, his hands resting lightly on the arms of the armchair. He didn't begin to speak immediately, which gave the priest enough time to examine him with his glance. He could sense that this man knew what he was worth, and that he was one who is accustomed to control people "with an iron hand inside a velvet glove". His manners were refined and sober, and his face betrayed an innate politeness. He was probably of old aristocratic stock, with drops of Rurik blood flowing in his veins. Only his dimmed, glazed eyes were in disharmony with the overall picture - as though they were cloaked by an obscure veil and were hiding a secret of his soul. The visitor's glance seemed to the priest like the blow of a swift and sudden sword, which however was quickly extinguished and lost its spark, leaving the priest with the impression that he was looking at two hollow eye sockets (of a skull).
- And what is the problem that brought you to my humble cell? asked the priest. It will give me immense joy if I am able to help out.


- I have something far bigger than a problem, replied the visitor; I feel as though I'm in a noose, swinging between life and death. I am tormented by the fear that penetrated my heart many years ago. It's the fear that perhaps God really does exist. The thought that I may have denied the Living God haunts me like a ghost that seeks vengeance for patricide. I was born into a family where the faith was only a superficial tradition that resembled a hollow, distant sound of a bell tolling way back in time, continued the visitor. The subject of religion never interested me. Even from my youth I believed that the matter was resolved unconditionally and finally... Nietzsche (a blasphemous enemy of God) has a strange narrative about a madman who ran in the streets shouting "God is dead! You killed him!" The madman was mourning God's death, and no-one was able to console him. That narrative seemed allegorical to me: that the madman was mourning his madness. I never had any such sentiments. I think I must have been born an atheist. However, at one time I did have a nightmare: I dreamt that I was inside an unmanned spaceship, and knew that I would never be able to return; that I was lost in the vastness of outer space, among giant stars of fire and ice. Outer space became a trap of mine - a labyrinth with no escape. I could feel the deadly iciness and the sensation of unending terror, even after I woke up. For a long time after that, I could still remember the image of that spaceship distancing itself from earth, eventually turning into a bright spot... The most important things in my life were advanced mathematics and physics - which became my profession. I enjoyed many and swift successes there. While still at a young age, I had acquired the highest scientific titles and was the head of a very large research institute. My second love was literature - which my parents had instilled in me. Many years passed in that manner, but later on, something unexpected and incomprehensible happened. It was as though the earth began to tremble and agonize under my feet... A persistent thought began to hound me: "What if God does exist after all?" But I couldn't find the answer anywhere. Equations were voiceless, and literature -whose preoccupation is sentiments and passions- was unable to provide solutions to ontological problems. As soon as the first concerns with regard to God appeared, I began to read anti-religious literature in order to support my faithlessness, but all that did was to disillusion me. I read Bauer, Renan, Kautsky, but I got bored very quickly. They were unable to make any sense - they were merely "spitting upwards at the sky"... I wondered: "How can our intellectual personages swallow such readings?" I wasn't referring to atheism (because I remain an atheist), but to its pitiful apologetics. Then I got into philosophy, but I didn't find any answers there either - its logical collages weren't solid. All those writings seemed to me like towers without foundations, suspended in mid-air... I spent whole nights reading the super complicated books on physics and mathematics, but still couldn't find any answers. Not rarely, authors would use the term "god", but it was a god that didn't begin with a capital letter; rather, it was implying "god" in the sense of the possibilities that numbers possess; it was the original essence of the cosmos; the mental visualization of the universe, the principle of pan-universal harmony; a certain primitive "nous" (mind) and logic of the universe, all of which however remained without proofs. These kinds of writings had carried me away, because I applauded the courage displayed by human thought when striving to grasp the beginning and the end of cosmogony; I enjoyed the outer space scale of the hypotheses that resembled insanity..... I have to confess that I was always bewitched by the beauty of mathematics. To me it was sheer poetry - where numbers sounded like rhythms and rhymes that formed verses and stanzas; where equations sang like the strings of a violin and mathematical calculations sparkled like constellations in the night sky... To me, Einstein was the Dostoevsky of Physics, and Lobachevsky was the Khlebnikov of Geometry. And yet, I caught myself thinking that I was bewitched by a mind game; that I am behind the surface of a mirror and am whirling about in a dance together with the sinister shadows of the truth. I kept thinking that this wonderment might be a kind of intellectual addiction - an attempt to drown the fear in case of the possibility that God actually exists.

- So you came to me, said the priest, in order to make sure once again that there are no proofs when it comes to faith, and thus gain reassurance with my defeat... Well, I will tell you something entirely different: If I were able to prove God's existence, that would only prove God's nonexistence - at least for me...
- I don't understand what your words are implying, said the visitor. Is it an escape from the question, or a strange quote in the style of Oscar Wilde, or a position of Hegel's dialectics regarding the similarity of opposites ? 

The priest replied:

- I would firstly like to point out that the position regarding the similarities between opposites does not belong to the Berlin professor, but in actual fact to the occultist teaching of the priests of Ephesus - their rites and their mysteries. The first one to elevate it to the philosophical arcade from the basement of the temple of Artemis was Heracletus - a descendant of the priests of Ephesus - who swapped the hierophant's initiation for a philosopher's cloak. That teaching declared that good and evil, light and darkness, completeness and naught, yes and no, god and devil, are joined together. Marxists claim that this similarity is the soul of "dialectics". Consequently, we can say that Hegelism and Marxism both have an occult basis and a demonic side to them. The mystery of dialectics is a bloody fire, and the hecatomb of revolutions.... I shall now try to answer your question, said the priest.

If my conscious views - which are comprised of the knowledge that I acquired during the space of a few decades - were actually capable of confining, determining and comprehending the Absolute, then how insignificant and pitiful must that Absolute Being be, if He can be contained in such a confined and incomplete 'nous' as my own! Just think for a moment, what the term "faith" entails... "Faith" is the sphere of mystery; wherever there are proofs, faith does not exist there. Instead, in Faith's place, you will find Knowledge; Revelation is replaced by Logic; Dogmas are replaced by Reasoning; the Metaphysical is replaced by Physics, and the mystical with two-dimensional ideas. Thus, the glaringly obvious is no longer faith, but the documenting of facts.

- You claim that faith has no proofs, interjected the visitor; then what should we believe in? In the absolute darkness of skepticism, where the continuous denials reach even the denial of denial itself, as with Sextus Empiricus?

- Faith has clear-cut, indisputable proofs of a different nature, continued the priest. It is the instinctual penetration into the supra-logical, immaterial cosmos; the communion of a human being (as a limited personality) with God (the Absolute Personality); it is the actual, mystical experience that is acquired through direct contact with the spiritual cosmos; it is an inner sensation of the soul - the subjective knowledge which I could even call "familiar" (particular, private). This is a communion with Divine Grace (which in your language is called "energies of a supreme nature"). In one's communion with God, man himself changes - having being subjected to knowledge - and his spiritual horizon broadens immeasurably. We need to remember that a person's soul is much more profound than his logic, so knowledge takes up his emotional sphere wherein Diffuse Love is one of the basic powers of understanding that joins the Infinite to the finite - the Living God to the human being.

- I must confess that I was taken by surprise, the visitor remarked. I will think over what you told me, but I will need time for that. I recently had a conversation with a colleague of yours, whom I could call "an intellectual in a cassock". He started to give me proof of God's existence, based on Einstein's Theory of Relativity and Gainsburg's quantum mechanics. He had a very enthusiastic and victorious tone of voice and even raised his finger like a teacher. He kept getting confused and made mistakes in his attempt to explain Einstein to me as if I were a student, without suspecting that mathematics and physics are my profession. I truly felt sorry for him... Afterwards I wrote him a letter, in which I made an attempt to explain how badly he was acquainted with the theory of relativity and advised him to no longer preoccupy himself with Einstein, for fear of getting drowned in "relativities". Soon after, I received his reply in which he thanked me for what he perceived as very edifying observations...

The visitor glanced at his watch and said:
- Allow me to ask you one more question: Why doesn't God reveal Himself to the world and eliminate whatever doubts there may be about His existence, so that we can see Him as clearly as the sun or the stars? So many problems would have disappeared, and life would have been so much simpler...

- God hides His countenance behind clouds, so that He doesn't deprive man of the possibility to choose between faith and faithlessness, thus allowing him to solve his existential problem autonomously, replied the priest. If this kind of choice did not exist, then faith as a freely-willed act of the soul wouldn't exist, and in its place would obviously be the morally indifferent. God did not place us in the unavoidable fact of His existence. He wanted to be the internal factor of the human soul. He wants us to seek Him with our free volition - to be drawn to Him, to thirst for Him. He wants to be the love of our heart, and not the result of any logical analysis of ours. God gave us the potential for a personal contact with Him - the worthiest and loftiest that can exist between the Creator and His creation. We can regard God's relationship to the world like the relationship between a craftsman and the product. Except that man is not a product; he is the reflection of God on earth. If man didn't have free will, he wouldn't have been an image of God. Without free will, good would not have existed - there would have been necessity. Without personal free will there can be no love, and without spiritual love there can be no deification as the union of man with God. I believe you will agree that even the most miserable person wouldn't want to trade places with a blissful animal.

- Indeed, said the stranger with a smile. In spite of all my troubles, I wouldn't want to be transformed into a trouble-free donkey that's content with its life! What advice could you give me ? (although I can't promise that I will follow that advice).

The priest replied:

- It seems to me that your denial of God is in reality a secret and very deep nostalgia for God, which you sense as a pain whose origin you can't find. Your heart mourns in its loneliness, like an infant in its cradle that longs for its mother's warmth. And your mind has become stony in its pride, spellbound by Lucifer's lifeless glow, and by resisting the heart says to it: "Be still, my heart, and leave me in the hands of the evil demon of my life; I do not desire God or any other power to govern me... What eternal life are you talking about? The future of the universe is a black hole in space, where all the worlds and matter itself will be swallowed up like shadows and Time will also come to an end, but eternity will not come. What will take place is the culmination of the universe - which will be the Big Nothing..."

The visitor stood amazed, and said:

- Do you mean you were eavesdropping on my dialogue with myself? Or were my dreams revealed to you?

- No. I simply have a little knowledge of the eschatology of atheism, replied the priest. It is a satanic mystery of a general chaos. And my advice would be to ask you to disconnect yourself from your flow of thoughts at least once a day, and say with your heart: "God, if You exist, reveal Yourself to me. Without You, I am unable to find You."

The visitor thanked the priest for the conversation, bade him farewell and went outside. A car appeared out of nowhere, the driver quickly opened the door and respectfully seated the visitor inside it, like a prince inside a chariot. A moment later, the car had disappeared around the corner.


Fr. Raphael Karelin