ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ κ.κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΕΠΙ Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2018



Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Ἐάν ἔχουμε κάτι νὰ καυχηθοῦμε, αὐτό εἶναι ἡ Ἁγία Ὀρθοδοξία μας. Πιστεύουμε, ὅμως, ἀκραδντως ὅτι, ὰν ὅλοι ἐμεῖς, κλῆρος καὶ λαός, εἴμασταν πραγματικὰ ὀρθόδοξοι, δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε ἕνας αἱρετικός καί ἀλλόθρησκος.
   Εἴμαστε Ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ μόνο στό ὄνομα καί στὰ χαρτιὰ. Ὀρθόδοξος δὲν σημαίνει νὰ ἔχουμε μόνο τὸ ὄνομα. Ὀρθδοξος σημαίνει ἀπφαση γιὰ ἐφαρμογή καί τήρηση τῶν νόμων τοῦ Κυρίου, τῶν ἐντολῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ πράγματι Ὀρθοδοξα εἶναι ἀντερη πστη στὸν κόσμο, τότε καὶ τὰ ἔργα ἡμῶν τῶν ὀρθοδόξων πρέπει νὰ εἶναι ἀντερα ἀπὸ ὅλων τῶν ἄλλων.

Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἕνα ὅν, πού μόνο τρώγει, κοιμᾶται, πίνει, πεθανει καί ἐκμηδενίζεται. Εἶναι μιά πνευματική ὀνττητα. Καν δν ἔχει τήν ἀληθινπστη, δν θἔχει κατό ἀληθινό βωμα. Λγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας˙«φαῦλος βίος γεννᾶ φαῦλα δγματα» καί ἀντίστροφα «φαῦλα δόγματα γεννοῦν φαῦλο βο». Ἡ ἀντίληψη αὐτή τῆς Ἐκκλησίας διασώζεται καί στήν παλαιά ἑλληνική παροιμία˙ «ὁ πίπτων ἠθικῶς, ππτει κακαττς ἰδας». Γενικό συμπέρασμα καί καθολικό ἀξίωμα εἶναι ὅτι τά πονηρά καί διεφθαρμένα δόγματα γεννοῦν πονηρό καί διεφθαρμένο βίο, καθώς καί ἀντιστρόφως ὁ πονηρός καί διεφθαρμένος βίος γεννᾶ πονηρά καί διεφθαρμένα δόγματα. Ὑπάρχει ἄρρηκτη, ὀργανική καί ἀδιάσπαστη σχέση μεταξύ πίστεως καί ζωῆς, δόγματος καί ἤθους, Ὀρθοδοξίας καί ὀρθοπραξίας. Τό ἴδιο κακό εἶναι τά πονηρά δόγματα καί ἡ πονηρή ζωή καί ἀντιστρόφως ἡ πονηρή ζωή καί τά πονηρά δόγματα. Γιατί, τό ἕνα εἶναι γεννητικό τοῦ ἄλλου, καί ὅποιος ἔχει τό ἕνα καταντᾶ καί στό ἄλλο.
Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας προσδιορίζεται ἀπό τήν πίστη της. Καί ἡ πίστη ἀποτελεῖ τή βάση καί τόν κανόνα τῆς ζωῆς της. Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας διατυπώνεται μέ τά δόγματα. Ἀπό τά δόγματα βγαίνει τό ἦθος. Ἡ συνοπτική παρουσίαση τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, στό «Πιστεύω». Στήν ἐποχή μας παρατηρεῖται μία ἀκρότητα περί τῶν δογμάτων, πού εἶναι ἡ πλήρης ἀδιαφορία γι’αὐτά. Σήμερα λησμονοῦνται σχεδόν τά δόγματα, καί οἱ Χριστιανοί ζοῦν, χωρίς νά ἀναφέρονται σ’αὐτά. Τά δόγματα παραμερίζονται, ὅταν μᾶς ἐνοχλοῦν, γιατί ἀπ’αὐτά βγαίνει τό ἦθος. Ἔτσι, ὅμως, φτωχαίνει ἡ ζωή τῶν πιστῶν καί μένει μετέωρο τό ἦθος τους.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δόγματα ὀνομάζει τήν πίστη στόν Χριστό, ἡ ὁποία συνίσταται στά δόγματα περί Θεοῦ[1]. Κατά τόν ἑρμηνευτή Θεοδώρητο, «δόγματα ἐκάλεσε τήν εὐαγγελική διδασκαλία»[2]. «Πατρῶα δόγματα»[3], εἶναι τά ἀπόρρητα δόγματα τοῦ Θεοῦ Πατρός, δηλ. οἱ ὀρθές δόξες καί ὑπολήψεις περί Θεοῦ καί οἱ μυστηριώδεις κρίσεις, ψῆφοι, βουλές, ἀποφάσεις καί ὁρισμοί τοῦ Πατρός. Εἶναι οἱ ὑψηλές θεωρίες καί οἱ θεοπρεπεῖς ὑπολήψεις. Κατά τόν ἑρμηνευτή Βαρίνο, «δόγμα ἐστί πρόσταγμα ἤ εὐσεβές ἀληθείας κράτος»[4]. Τά περί Χριστοῦ δόγματα εἶναι οἱ ρίζες τῆς εὐσεβείας, οἱ θεμέλιοι τοῦ Χριστοῦ, διότι αὐτά εἶναι θεμέλια καί ρίζα τῆς εἰς Χριστόν πίστεως.
Τά δόγματα συνδέονται ἄμεσα μέ τή ζωή τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα μέ διπλή κατεύθυνση. Τά δόγματα ἐκφράζουν τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι δεῖκτες γιά τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Πρακτικότεροι καί ἀναλυτικότεροι δεῖκτες ζωῆς εἶναι οἱ ἠθικές ἐντολές. Τά δόγματα καί οἱ ἐντολές συδέονται ὀργανικά καί ἀναπόσπαστα μεταξύ τους. Ὅπως τά δόγματα συνοψίζονται στήν ταυτότητα «Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός», πού εἶναι ἡ ταυτότητα τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, ἔτσι καί οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ συνοψίζονται στήν ἐντολή τῆς ἀγάπης : «Ὁ γάρ ἀγαπῶν τόν ἕτερον, νόμον πεπλήρωκε»[5]. Μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί εἰδικότερα τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης κατανοοῦνται τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καί προσεγγίζεται τό μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Τά δόγματα δέν ἐξαντλοῦν οὔτε ἀπολιθώνουν τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκφράζουν τήν ζωντανή ἐμπειρία της ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, στό πρόσωπο τοῦ Ὁποίου φανερώθηκε ὁ Τριαδικός Θεός καί πραγματοποιήθηκε ἡ ἀνακαίνιση καί θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Με τά δόγματα διαφυλάσσει ἡ Ἐκκλησία τά μέλη της ἀπό τήν πλάνη. Ἀφορμή γιά τήν διατύπωση τῶν δογμάτων ἔδωσε ἡ ἐμφάνιση τῶν αἱρέσεων. Οἱ αἱρέσεις διατύπωναν θέσεις, πού ἔρχονταν σέ ἀντίθεση μέ τήν ἐκκλησιαστική ἐμπειρία. Χαρακτηριστικό γνώρισμα ὅλων τῶν αἱρέσεων, πού καταδίκασε ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ὅτι ἀμφισβητοῦσαν ὁλικά ἤ μερικά τήν ἀλήθεια τῆς ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως καί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Μέ τόν τρόπο, ὅμως, αὐτόν ἀμφισβητοῦσαν τήν φύση καί τόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας. Τά δόγματα, πού διατύπωσε ἡ Ἐκκλησία, μέ τίς Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Συνόδους, χάραξαν τά ὅριά της σέ σχέση μέ τίς ἐκτροπές, πού ἐμφανίσθηκαν κατά καιρούς. Γιά τόν λόγο αὐτόν τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζονται «ὅροι», δηλαδή ὅρια, μέ τά ὁποῖα περιφρουρεῖται ἡ ἀλήθεια καί προστατεύεται ἡ ἐλευθερία τῶν πιστῶν[6].
Ἦθος εἶναι ἡ ἠθική ζωή. Τό ὀρθόδοξο ἦθος εἶναι Θεανθρωποκεντρικό καί Χριστοκεντρικό˙ ὄχι οὐμανιστικό καί ἀνθρωποκεντρικό. Εἶναι ἦθος ἀγάπης, μετανοίας, ἐξομολογήσεως, συγχωρήσεως, πνευματικοῦ ἀγῶνος, προσευχῆς, ἀσκήσεως καί ἐλευθερίας. Εἶναι ἦθος σταυροαναστάσιμο καί χαρμολύπης. Ὀρθοπραξία σημαίνει πνευματική ἐν Χριστῷ ζωή, ἀποβολή τῶν ἁμαρτιῶν καί παθῶν καί ἐνστερνισμός τῶν ἀρετῶν, τήρηση καί ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὀρθοπραξία σημαίνει ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον, σεβασμὸς τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καί ὄχι βλασφημα τῶν θείων, σεβασμὸς τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς, ἐκκλησιασμός, Θεία Κοινωνία, μελέτη Ἁγίας Γραφῆς, ἐπίσκεψη ἀσθενῶν, ἀπαγόρευση τοῦ ὅρκου, σεβασμὸς τοῦ γήρατος, τιμὴ στοὺς γονεῖς, κληρικούς καί διδασκάλους. Ὀρθοπραξία θὰ πεῖ ὄχι προγαμιαῖες σχέσεις, ὄχι πορνεα, ὄχι μοιχεία, ὄχι ὁμοφυλοφιλία, ὄχι παιδεραστία, ὄχι κτηνοβασία, ὄχι ἀλλαγή φύλου. Ὀρθοπραξία θὰ πεῖ «τίμιος ὁ γάμος… καὶ κοτη ἀμαντος»[7]. Ὀρθοπραξία θὰ πεῖ κοινωνικὴ δικαιοσύνη καί ἰδεώδης κοινωνα, στὴν ὁποία ἐπικρατεῖ δικαιοσύνη, ὅπου δὲν ὑπάρχει πτωχὸς καὶ πλούσιος, ἀλλά ὅλοι ἔχουν τὰ πάντα κοινά[8]. Ὀρθοπραξία θὰ πεῖ δάκρυα μετανοίας καί ἐξομολογήσεως, σὰν ἐκεῖνα τῶν ἁγίων.
Ὁ Κύριος εἶπε· «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κριε Κριε εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾽ ποιῶν τὸ θλημα τοῦ πατρς μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»[9]. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος στήν Καθολική ἐπιστολή του γράφει: «Δεῖξον μοι τήν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου»[10]˙ καί προσθέτει˙ ὅποιος εἶναι πιστός «δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τά ἔργα αὐτοῦ»[11]. Δέν ὠφελεῖ τίποτε, ἐάν λέγει κανείς ὅτι ἔχει πίστη, δέν ἔχει, ὅμως, ἔργα πού νά ταιριάζουν μέ τήν πίστη. «Ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστίν»[12]. Ἡ ἀγάπη ἐμπνεται ἀπτήν πστη. Ἄν ἄνθρωπος δν ἔχει ἀληθινπστη καδν ξρει τς προοπτικς του, πῶς θπορευτεῖ;
Εἶναι δυστύχημα νά διαπιστώνει κανείς ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα βρίσκεται σήμερα σέ ἕναν δογματικό καί ἠθικό δαλτονισμό, σέ μιά δογματική καί ἠθική ἀχρωματοψία, καί ὅτι ζεῖ μιά ἠθική χωρίς ἠθική, μιά ἀνήθικη ἠθική, μιά ἠθική χωρίς ὅρια, μιά ἀνηθικότητα, ἕναν ἀμοραλισμό. Αὐτή ἡ νέα σχιζοφρενική ἠθική προτάσσει στόν σύγχρονο ἄνθρωπο ἕνα νέο σχιζοφρενικό δόγμα˙ ὅτι μπορεῖ νά συζεύξει στό πρόσωπό του τά πιό ἀντιθετικά καί διφορούμενα στοιχεῖα. Ὅτι μπορεῖ νά εἶναι καί ἠθικός καί ἀνήθικος, καί καλός καί κακός, καί δίκαιος καί ἄδικος, καί ἁμαρτωλός καί ἐνάρετος-εὐσεβής, καί διπλωμάτης καί εὐθύς, καί πόρνος, μοιχός, ἀρσενικοίτης, παρθένος, καί θυμώδης, ὀργίλος καί πρᾶος, καί ψεύτης, συκοφάντης, ὑβριστής, κλέπτης καί ἀληθής, καί Ὀρθόδοξος καί αἱρετικός, ἀλλόθρησκος, καί οἰκουμενιστής καί Ὀρθόδοξος, καί Χριστιανός καί Μασόνος καί Χριστιανός κ.ο.κ.
Τό ἤθος τό θέλουμε, ὄχι ὅπως μᾶς τό προσφέρει τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά μᾶλλον ἐπί μιᾶς φιλοσοφικῆς ἠθικῆς. Ὄχι εὐαγγελικῆς ἠθικῆς, ἀλλά φιλοσοφικῆς ἠθικῆς. Εἶναι γνωστό ὅτι ὅλα τά φιλοσοφικά συστήματα ἔχουν τήν ἠθική τους. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἔχει ἠθική μέ τήν ἔννοια τοῦ εὐσεβισμοῦ. Ζεῖ καί κηρύττει τήν ἁγιότητα καί τήν κατά Χάριν θέωση. Τό θέμα εἶναι ζωτικῆς σημασίας, γιατί κρίνει τήν σωτηρία μας. Ἕνα νόθο Εὐαγγέλιο, νόθο δόγμα καί νόθο ἦθος δέν σώζουν ποτέ. Γι’αὐτό πολέμησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας˙ γιά τήν ἀκρίβεια τοῦ δόγματος στίς Οἰκουμενικές καί στίς Τοπικές Συνόδους. Ἕνα νοθευμένο Εὐαγγέλιο, νόθο δόγμα καί νόθο ἦθος εἶναι ἕνα ἐπικάλλυμα τῶν ἀδυναμιῶν μας καί ἕνας σιγαστήρας τῆς συνειδήσεώς μας. Ἡ ἀκρίβεια τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους ἔχει παραμερισθεῖ σάν κάτι τό ἀναχρονισμένο καί συνεπῶς δύσχρηστο. Ἔτσι, ὅμως, σημειώνεται ραγδαῖα μιά νέα ἐξέλιξη χριστιανικῆς παρακμῆς[13].
Δὲν εἶναι οὐτοπιστικὸ νά λεχθεῖ ὅτι στήν ἐποχή μας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσβάλλεται καὶ ἀπὸ τὸ μόλυσμα τῆς αἱρέσεως καὶ ἀπὸ τὸ μόλυσμα τῆς ἠθικῆς σήψεως. Λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι, ὅταν ὑπάρχει μόλυσμα ἠθικῆς σήψεως, τότε αὐτό θὰ γεννήσει δόγματα ὄχι καλά, ὄχι σωστά. Καὶ ἀντίστροφα, τὰ δόγματα τὰ μὴ σωστά, θὰ γεννήσουν ἦθος ὄχι σωστό. Γι’ αὐτὸ ἔχουμε Ὀρθοπραξία καὶ Ὀρθοδοξία δεμένα ἀδιαχώριστα. Δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ δοῦμε στὴν σύγχρονη ἐποχή μας, τόσο τὴν ἠθικὴ σήψη, ὅσο καὶ τὴν μόλυνση τὴν δογματικὴ[14].
Τραγική ἀπόδειξη τῆς διαρρήξεως τοῦ συνδέσμου μεταξύ δόγματος καί ἤθους εἶναι τόσο οἱ παλαιοί εἰκονομάχοι, ὅσο καί οἱ ἀπόγονοί τους, νέοι εἰκονομάχοι, Προτεστάντες, καθώς καί οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες, πού εἶναι ἀνεικονικές. Ἡ Ἐκκλησία στή διδασκαλία τῶν αἱρετικῶν καί χριστιανοκατηγόρων εἰκονομάχων διέκρινε τήν ἀναβίωση τῶν παλαιοτέρων αἱρέσεων τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ Νεστοριανισμοῦ καί τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ μέ μιά νέα μορφή καί ἔκφραση. Οἱ εἰκονομάχοι δέν καταπολεμοῦσαν μόνο τίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τήν τιμή τῶν ἁγίων, τῶν λειψάνων τους καί τῶν εἰκόνων τους. Ἀρνοῦνταν τήν προσωπική παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί τήν μετάδοση τῆς θείας Χάριτος μέσῳ τῆς ὕλης. Αὐτονομοῦσαν τήν ὕλη καί ἀπέρριπταν τήν δυνατότητα μεταμορφώσεώς της. Μετέτρεπαν τήν θεολογία σέ ἰδεολογία. Μέ τό πρόσχημα ὅτι καταπολεμοῦσαν εἰδωλολατρικές καί μαγικές ἀντιλήψεις, ἐκκοσμίκευαν τήν Ἐκκλησία καί ἀποσποῦσαν τόν κόσμο ἀπό τόν Θεό καί τήν Χάρι Του. Μέ τόν τρόπο αὐτόν οἱ εἰκονομάχοι ἀκύρωναν τήν ἐγκοσμίκευση τοῦ Θεοῦ, πού ὁλοκληρώνεται μέ τήν ἐνανθρώπηση καί διαιωνίζεται μέ τήν Ἐκκλησία.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅμως, δέν περιφρονεῖ τήν ὕλη, γιατί καί αὐτή δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό. Ἡ ὕλη δέν εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπό τόν Θεό, ἀλλά αἰσθητή παρουσία τοῦ θείου θελήματος. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινε ὕλη, σκήνωσε στήν ὕλη καί ἀπεργάσθηκε μέ τήν ὕλη τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Εἰδικότερα μάλιστα ἡ ὕλη, πού φέρει τή μορφή κάποιου ἱεροῦ προσώπου, ἡ εἰκόνα, ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἰδιαίτερου σεβασμοῦ. Γι’αὐτό ὁ Χριστιανός σέβεται τήν ὕλη, ὄχι βέβαια ὡς Θεό, ἀλλά ἐπειδή εἶναι ἔμπλεως θείας ἐνεργείας καί Χάριτος[15].
Φοβερές, ἐπίσης, εἶναι οἱ συνέπειες τῆς ἀμαυρώσεως τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους στήν αἱρετική Δύση.
Αὐτονοήτως εἴμαστε ἐναντίον τῆς ἀκρίτου καχωρς ἀποτλεσμα ἐπικοινωνας μέ τούς αἱρετικούς, τήν στιγμή πού ἐκεῖνοι ἐμμένουν σκληρκαμπροκλητική αὐθάδεια στς κακοδοξες τους. Ἕνας τέτοιος ἀτρμων διλογος μεταξκωφῶν δν ἔχει καννα ἀποτλεσμα. Ἀποτελεῖ μνο ἄλλοθι γιά τήν δική τους ἐμμονή.
Ἡ αἰτία τῆς διαφορᾶς εἶναι ὅτι αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ διέστρεψε τό εὐαγγελικμνυμα, ἀλλοωσε τήν δογματική πστη τῆς Ἐκκλησας, δημιοργησε τερστιο πρβλημα στΕὐαγγελικό καί ζείδωρο μνυμα τῆς ζωῆς κααὐττήν στιγμσυνεχζει νἐμμνει στἴδιο αὐτμοτβο τῆς ἀπαξισεως τῆς κανονικῆς τάξεως, τῆς δογματικῆς, πατερικῆς καί ἀποστολικοπαρδοτης πστεως.
Ὑπάρχει ἕνας διλογος, ποἔχει ξεκινσει τό 1980. Εἴμαστε τρα στό 2018 καδν πρκειται ντελεισει ποτέ. Δν εἶναι μνο αἵρεση τοῦ Filioque (φιλιόκβε), δηλ. ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ποεἶναι μα τερστια δογματικἔκπτωση καί διαστροφτῆς πστεως στΤριαδικδγμα. Εἶναι καί τό τερστιο θμα τῆς ἐκκοσμικεσεως. Τό πάλαι ποτέ περίπυστο Πατριαρχεῖο τῆς Δύσεως, τό ὁποῖο χθηκε δυστυχῶς τό 1054, τό κατέλαβαν οἱ Φράγκοι, καί γι' αὐτὑπάρχει ὅλη αὐτ ἀλλοωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Κατ’ἀρχήν, ὁ Παπισμός ἔχει μεταβάλει τήν Ἐκκλησα σκρτος. αἱρεσιάρχης Πάπας εἶναι καἀρχηγς κρτους.Ἔχει κυβρνηση. Εἶναι μα πλρης ἀλλοτρωση τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνματος.
Ὑπάρχουν καἄλλες πολλς δογματικς ἀποκλσεις. Μα, Ἁγα, Καθολική καί ἈποστολικἘκκλησα δν ἀποδχεται πρωτεῖο ἐξουσας κανενς ἐπισκπου. Πρωτεῖο ἐξουσας δν ἔχει κανες, διτι κεφαλή τῆς Ἐκκλησας δν εἶναι κάποιος ἄνθρωπος. Γιά τόν Παπισμκεφαλτῆς Ἐκκλησας εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, Ππας. Αὐτεἶναι ἀπαρδεκτο. Κεφαλή τῆς Ἐκκλησας εἶναι Χριστς. Κανες ἄλλος. ΟἰκουμενικΣνοδος εἶναι ὑπρτατη ἀρχἐξουσας μσα στν Ἐκκλησα. Ἐκενη ἀποφανεται ἐπδογματικῶν, κανονικῶν, τυπικῶν καποιωνδήποτε ἄλλων θεμτων. Οἱ Προκαθήμενοι τῶν παλαιῶν πλεων εἶχαν τήν τιμή τῆς πρωτοκαθεδρας, ἐπειδοἱ πλεις εἶχαν μα περιωπή. Ἐπειδ Ρμη ἦταν ἡ πρωτεύουσα τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ἐπσκοπός της προβδιζε τῶν ἄλλων ἐπισκπων. Ὅταν ἡ πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἐπί Μεγλου Κωνσταντνου μεταφέρθηκε στή Να Ρμη, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Νας Ρμης ἀπκτησε τά ἴδια πρεσβεῖα τιμῆς, ποεἶχε κα τῆς Παλαιᾶς Ρμης.  Καοἱ ἄλλες πλεις, δηλ. Ἀλεξνδρεια, ποεἶναι μα μεγλη πλη, εἶναι τρτη καττιμή, Ἀντιχεια τέταρτη, τά Ἱεροσλυμα, ποεἶναι μητρα τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐπειδή εἶναι μικρτερη πλη, πμπτη κατά τιμή. Αὐτός ἦταν θεσμς τῆς πενταρχας.
Ὁ Πάπας τῆς Ρμης θλει νἔχει τό παγκσμιο imperium (ἰμπέριουμ), τόν παγκόσμιο ἔλεγχο, δηλ. ὅτι εἶναι ὁ βικάριος, ἀντιπρσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπγῆς, πργματα τά ὁποῖα ἐπί χίλια χρνια ποτδν ὑπῆρχαν. Ἐκεῖ πάνω στηρχτηκε ἕνα κακκτυπο χριστιανισμοῦ, γιά τό ὁποῖο σήμερα ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπολογομαστε, χωρς νἔχουμε καμμα εὐθνη. Π.χ. ἹερἘξταση, θρησκευτικοπλεμοι, ἀποικιοκρατα, ἰμπεριαλισμς (ἐπεκτατισμός). Τί σχση ἔχουν αὐτμτό Εὐαγγλιο τοῦ Χριστοῦ, Ὁποῖος γεννθηκε μσα σμα φτνη ἀλγων κασταυρθηκε γιτόν ἄνθρωπο; 
Ἀπό΄κεῖ καμετπγαμε στήν Μεταρρύθμιση, ἡ ὁποία, ὡς ἀντδραση σαὐττό κακκτυπο ἐξουσας καί τό imperium (ἰμπέριουμ), τόν ἔλεγχο, διέλυσε τά πάντα. Ἀπαὐττήν διαμχη μτόν Παπισμπροκυψε Μεταρρθμιση. Ἀπτήν Μεταρρύθμιση προέκυψε αἵρεση τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Τό προτεσταντικό δγμα λέγει ὅτι, ἄν ὁ Θεός εἶναι μαζσου, ἔχεις λεφτά. Ἡ Ὀρθοδοξία, ὅμως, λέγει ὅτι δέν εἴμαστε ἰδιοκτῆτες, ἀλλά διαχειριστς˙ τι οἱ ἄνθρωποι δέν λατρεουν τήν κτίση, ἀλλτόν Κτσαντα˙ ὅτι ὁ ἄλλος γιά μνα δν εἶναι ἐχθρς μου, δν εἶναι κλαση μου, πολέγει ἡ «Διανόηση», ἀλλά εἶναι παρδεισός μου. Ἄν, λοιπν, ζσουμε μαὐττό κοινοτικό πνεῦμα, ποἐκφρζει Ἐκκλησα, νπῶς ὑπερβανονται τά προβλματα.
Ἐμεῖς ὀφείλουμε γιτήν σωτηρία τῶν αἱρετικῶν νά τούς ποῦμε ὅτι αὐτεἶναι λθος, αὐτεἶναι ἀλθεια. Ὀφείλουμε νά τούς προσκαλέσουμε στήν λήθεια, γινεἴμαστε μα κοινωνα γάπης. Ἐκκλησα ὀφελει νἀρθρνει λγο ζωῆς, ποδν εἶναι ἁπλῶς γιτήν κατκσμον ἐπιβωση, ἀλλκαγιτην μεταφυσικἀναγωγτοῦ ἀνθρπου.
Στήν Ἐκκλησα ὑπρχει μα ἀρχή, πολει ὅτι Ἀλθεια καί ὁ εἷς (ἕνας) εἶναι ἡ πλειοψηφία. Γιατί, ἀλήθεια στν Ἐκκλησα δν εἶναι ἰδεολογικπροσγγιση. Εἶναι Πρσωπο. Εἶναι Χριστς. Ἄρα, λοιπόν, Χριστς καεἷς εἶναι ἡ πλειοψηφία. Ἀπναντι μπορεῖ νεἶναι δισεκατομμρια, ἀλλνεἶναι στν πλνη. Αὐτἔχει ἀποδειχθεῖ ἱστορικσπρα πολλθματα. Π.χ. στήν εἰκονομαχική «σνοδο» τῆς Ἱερείας μετεῖχαν τέσσερεις Πατριρχες, Αὐτοκρτορας, 648 ἐπίσκοποι - μητροπολῖτες καί ἀπναντι σαὐτος ὁλίγοι ἐπίσκοποι, κληρικοί καί μοναχοί. Καί κατίσχυσαν οἱ ὀλίγοι, γιατί ἦταν μαζί μτόν Χριστό, μαζί μέ τήν λήθεια. Γι' αὐτό, λοιπν, δν εἶναι ἀριθμητικό θμα σωτηρα τῶν ἀνθρπων. Στήν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας μετεῖχαν ἑκατοντάδες ἐπισκόπων ἀπό Ἀνατολή καί Δύση. Ἀπέναντί τους ἕνας μόνον˙ ἅγιος Μᾶρκος, ὁποῖος, ἔχοντας τήν Ἀλήθεια, νίκησε τούς πολλούς.
Ἡ παναίρεση τοῦ διαχριστιανικοῦ καδιαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαρρηγνύει τήν ὀργανική σχέση δόγματος καἤθους. Οἰκουμενισμός ἔχει οὑμανιστικό, ἀνθρωποκεντρικχαρακτήρα καί ὄχι θεολογικό, πνευματικό, θεανθρωποκεντρικο. Παραμερίζει τήν Πίστη, τό δγμα κατήν Παρδοση τῆς Ἐκκλησας καἀποβλπει περισστερο σπρακτικος σκοπος. Βλπει τήν Ἐκκλησα κυρως ὡς ἀνθρπινο ἵδρυμα, τό ὁποῖο ἑνωμνο θδυνηθεῖ νἀντιμετωπσει καλτερα τούς ἐχθρος του. Γι’αὐτδν λαμβνονται σοβαρῶς ὑπ'ψιν οἱ βασικές διαφορς περτήν πστη κατό πνεῦμα ἀνμεσα στν Ὀρθοδοξα, τς αἱρσεις κατς θρησκεῖες, οὔτε ἱστορα κα συνεδηση τῆς Ἐκκλησας[16].
Ἰδιαιτέρως πρακτικός λαϊκς Οἰκουμενισμς, ὁ ὁποῖος ἐπιτάσσει τήν διαχριστιανικκαδιαθρησκειακή συνεργασία σέ πρακτικά θματα κατομεῖς καί ποικίλα σύγχρονα προβλήματα (κοινωνικά, ηθικά, περιβαλλοντικά, οἰκολογικά κ.ἄ.), ἡ ὁποία συνοδεεται δυστυχῶς μἀντικανονικς συμπροσευχς καὑπογραφκοινῶν κειμνων, ἔχει σοβαρότατες συνπειες στδγμα καί τό ἦθος.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησα, ἀσφαλῶς, ἔδειχνε καδεχνει πντα μεγλη εὐαισθησα σ' ὅλα τά ἀνθρπινα προβλματα. Ὡστσο, ἡ ἀπό κοινοῦ μτούς αἱρετικος ἀντιμετώπισή τους παρουσιζει μειονεκτματα. Ἡ φωνή τῆς Ὀρθοδοξας, ὅταν συμφρεται μτς ἄλλες αἱρετικές καθρησκευτικς  φωνς, χνει τδιαγειτης καἀδυνατεῖ νκοινοποισει στν σημερινἄνθρωπο τόν δικτης μοναδικτρπο ζωῆς, ποεἶναι θεανθρωποκεντρικς, σἀντθεση μτόν ἀνθρωποκεντρικτρπο ζωῆς τῶν αἱρετικῶν. Ἡ Ἐκκλησία ὑποκπτει στόν πειρασμτῆς ἐκκοσμικεσεως, χρησιμοποιντας στκοινωνικτης ἔργο κοσμικς πρακτικς τῶν ἄλλων αἱρσεων καθρησκειῶν, σβρος τοῦ σωτηριολογικοῦ της μηνματος. Ἐκεῖνο, ὅμως, ποἔχει ἀνγκη σημερινς ἄνθρωπος, δν εἶναι βελτωση τῆς ζωῆς του μέσῳ ἑνός ἐκκοσμικευμνου Χριστιανισμοῦ, ἔστω κι ἄν αὐτς μπορσει νἐξαλεψει ὅλες τς κοινωνικς πληγς, ἀλλ ἀπελευθρωσή του ἀπτήν ἁμαρτα κα θωστου μσα στἀληθινΣῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθδοξη Ἐκκλησα.
Ὁ πρακτικός λαϊκς Οἰκουμενισμς προωθεῖται καμτς ἀνταλλαγές ἐπισμων ἐπισκψεων μεταξύ ὑψηλοβάθμων, κυρως, ἐκπροσώπων τῶν αἱρέσεων,  τῶν θρησκειῶν κατῆς Ὀρθοδξου Ἐκκλησας. Αὐτς περιλαμβνουν ἐγκωμιαστικς προσφωνσεις, ἀσπασμος, ἀνταλλαγς δρων, κοινγεματα, συμπροσευχς, κοινς ἀνακοινσεις καἄλλες χειρονομίες φιλοφροσνης. Ὁ πιστός λας μας, ὅμως, ὅταν παρακολουθεῖ τς ἐπισκψεις ἀπτά ὀπτικοακουστικμσα ἐπικοινωνας, δοκιμζει δυσρεστη ἔκπληξη· σκανδαλζεται, πικρανεται, ἀπορεῖ, ἀλλκαπροβληματζεται, καθς μλιστα ἄλλοτε ἀκοει τούς ποιμνες του νά μιλοῦν μὀρθόδοξη καί ἁγιοπατερικγλώσσα, καί ἄλλοτε τούς βλπει ἀνμεσα στος αἱρετικούς καἀλλοθρσκους νσυμπεριφρονται διπλωματικά. Ἕνας ττοιος, ὅμως, συμβιβασμς στν χῶρο τῆς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησας, ἀκμα καγιτην ἱερτερη σκοπιμτητα, εἶναι ἐπιεικῶς ἀπαράδεκτος[17].

Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Ἕνα γνώρισμα τῶν ἁγίων Πατέρων, εἴτε ἐν Συνόδῳ εἴτε ἐκτός Συνόδου, ἦταν πάντοτε ἡ ἀκρίβεια στήν διατύπωση τῶν ὄρων τῆς πίστεως καί τοῦ ἤθους. Κι αὐτό, γιατί γνώριζαν τήν σημασία καί τήν ἀξία τῆς ἀκριβείας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔμεναν πάντοτε στήν ἀκρίβεια, ἀκριβολογοῦσαν. Ἡ ἀκρίβεια στό δόγμα δίνει ἀκρίβεια καί στό ἦθος, τήν πνευματική ζωή. Ἡ ἀκρίβεια στήν πίστη καί ἡ ἀκρίβεια καί στό ἦθος, δέν εἶναι μία σχολαστικότητα, κάτι τό στεῖρο καί ἄγονο, ἀλλά μία σπουδαιότατη ἀνάγκη. Ἡ ἀπουσία αὐτῆς τῆς ἀκριβείας εἶναι ἔργο τοῦ διαβόλου, πού ἑδράζεται ἐπί τῆς ἀνθρωπίνης ραθυμίας, ἀκηδίας, τεμπελιᾶς, μέ ἀποτελέσμα τήν μεγάλη ποικιλία ἀπόψεων περί πίστεως, ἀλλά καί περί ἤθους[18].
Οὔτε ἡ Ὀρθοδοξία μνη μᾶς σζει, οὔτε ρθοπραξία. Χρειάζεται συντονισμς καί τῶν δο˙ ὀρθά δγματα, ὀρθπστη τῶν ἁγων καθεοφρων Πατρων καἀληθς βος, ἀληθς βωμα. Μόνο ἡ ἀκρίβεια στήν πίστη καί στό ἦθος σώζει. Μέ αὐττά δο φτερά ἄς πετάξουμε πρός τόν οὐρανό.
Ἔτη πολλά καί εὔδρομος ἡ ἀρξαμένη Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή!

Μετά πατρικῶν εὐχῶν    

                                                          
Ο  Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ 
                                                                                             
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ


[1] Ἐφ. 2, 15.
[2] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. Β΄, εκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1990, σσ. 399-400.
[3] θ΄ (9ος) ἀναβαθμός τοῦ Δ΄ ἤχου.
[4] Τοῦ ἰδίου, Νέα Κλῖμαξ, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1976, σσ. 187, 276.
[5] Ρωμ. 13, 8.
[6] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, «Τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ὡς δείκτες τῆς ζωῆς», ἐν Χριστιανική ἠθική Α΄. Εἰσαγωγή – Γενικές ἀρχές – Σύγχρονη προβληματική, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶς, Θεσ/κη 2002, σσ. 167-184.
[7] Ἑβρ. 13, 4.
[8] Πράξ. 4, 32.
[9] Ματθ. 7, 21.
[10] Ἰακ. 2, 18.
[11] Ἰακ. 3, 13.
[12] Ἰακ. 2, 20.
[13] ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, Ὁμιλία εἰς τήν Κυριακήν τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου, μέ θέμα «Ἡ ἀκρίβεια στήν πίστη καί τό ἦθος», 18-7-1999.
[14] Τοῦ ἰδίου, Ὁμιλία εἰς τὸν προφήτην Ἡσαΐαν, ἀριθ. 85, 1997.
[15] ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Περί εἰκόνων 1, PG 94, 1300ΑΒ. Σχ. βλ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, ἔνθ’ἀνωτ.
[16] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Οὐμανισμός. Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, ἐκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1998, σ. 83.
[17] Σχ. βλ. Ὁ Οἰκουμενισμός, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004.
[18] ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ Ὁμιλία εἰς τήν Κυριακήν…